Γούλα, η. Μια κοινή λέξη στην ποντιακή διάλεκτο που περιγράφει το λαιμό και προέρχεται από το λατινικό gulas. Μετωνυμικά χρησιμοποιείται για τον λαίμαργο άνθρωπο (τρως, τρως και ’κι χορτάεις, γούλα!), αλλά και για κάποιον που χρειάζεται να φάει (πέντε γούλας είμες, ούλ’ φαείν θέλομεν).
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου καταγράφει μερικές ενδιαφέρουσες φράσεις στις οποίες η λέξη χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική έννοια: Κρεμάνω την γούλαν (σκύβω το κεφάλι από τη στεναχώρια), ’ς ση γούλα σ’ ’κ ’ έρρουξεν (να μην σε μέλει), δουλεύω ’ς σην γούλα μ’ (εργάζομαι μόνο για την τροφή μου, δεν μου περισσεύει τίποτα).
Για τον άνθρωπο που δεν σκέπτεται τίποτα άλλο εκτός από το φαγητό η φράση είναι «η γούλα ’τ ’ κ’ η προίκα ’τ ’», ενώ για κάποιον που παραπονείται για την έλλειψη τροφής η φράση είναι «κλαίει την γούλα ’τ ’». Για κάποιον που άρχισε να κλαίει η έκφραση είναι «εγομώθεν η γούλα ’τ ’», για κάποιον που τον πήρα στο λαιμό μου η φράση είναι «επέρα ’τον ’ς σην γούλα μ’», ενώ η έκφραση «το κρίμα στο λαιμό σου» στα ποντιακά είναι «το κρίμαν ’ς σην γούλα σ’».
Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται για οτιδήποτε μοιάζει με το φάρυγγα, όπως είναι η υδροχόη του μύλου (η γούλα τη χαμαιλέτες) και το στόμιο του χειρόμυλου (η γούλα τη χερομυλί’), ή για οτιδήποτε μοιάζει με τον τράχηλο (η γούλα τη κάλτζας, η γούλα τη λαηνί).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.