Προέρχεται από το ρήμα «πατώ» και χρησιμοποιούνταν κυρίως στην Οινόη: το ουσιαστικό «πατήκιν» κυριολεκτικά σημαίνει το σκαλοπάτι, το σημείο που πατά κάποιος για να ανέβει. Ωστόσο, σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, στον πληθυντικό (πατήκια) η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις σανίδες του αργαλειού πάνω τις οποίες πατά εναλλάξ η υφάντρα. Πατήκια, όμως, είναι και τα ξύλινα τσόκαρα.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος καταγράφει και μια τρίτη σημασία της λέξης: πατήκιν είναι το χάλκινο σκεύος που προσφέρεται στη νύφη μετά τη στέψη. Πάνω σε αυτό πατά τη στιγμή που μπαίνει στο σπίτι του γαμπρού, και το αντικείμενο παραμένει ως μέρος της οικοσκευής.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.