Ήταν ένας από τους λίγους που δικαιούνται τον τίτλο του ανεπανάληπτου. Ο γεννημένος σε μια φτωχή οικογένεια Πόντιων προσφύγων Βασίλης Τριανταφυλλίδης, ο κωμικός και περφόρμερ Χάρρυ Κλυνν που γέμιζε θέατρα και ξεπουλούσε δίσκους, 78 χρόνια μετά τη γέννησή του θα επιστρέψει για τελευταία φορά στη γενέτειρά του.
Η κηδεία του πολυσχιδούς καλλιτέχνη θα γίνει την Παρασκευή στην Καλαμαριά, στην οποία ζούσε τα τελευταία χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο γιος του μπαρμπα-Νίκου και της Κυριακίτσας που μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς έπιπλα και κουρτίνες «ώστε η οικογένεια να είναι εύκολο να μετακομίσει γρήγορα στην πατρίδα», σύμφωνα με τη μάνα του, αγάπησε βαθιά την Καλαμαριά. Το αποδεικνύει η ενασχόλησή του με τον Απόλλωνα, τον οποίο όταν γύρισε από την Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τον βρήκε να αγωνίζεται στη Β’ και στη Γ’ εθνική.
Το 1981 γυρίστηκε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. «Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τα παιχνίδια μου στην Καλαμαριά. Όταν θέλαμε να παίξουμε “κλέφτες και αστυνόμους” δεν έβρισκες κανέναν που να ήθελε να παίξει τους αστυνόμους. Πεινούσαμε, κρυώναμε και ελπίζαμε. Στην Καλαμαριά πεινούσαν, κρυώνανε και ελπίζανε», ακούγεται να λέει.
Ο Χάρρυ Κλυνν περπάτησε στα στενά της γειτονιάς του, έπαιξε μπάλα με πιτσιρικάδες στην αυλή του σχολείου του. «Εδώ έμαθα να κλαίω, εδώ έμαθα να γελάω», ανέφερε μπαίνοντας στο πατρικό του σπίτι.
Στην Καλαμαριά συνάντησε τον Γιάννη Βλασταρίδη (Τσανάκαλη) με τον οποίο τραγούδησαν μαζί ποντιακά. «Παιδιά της Ανατολής, πονεμένα. Που κλείνουν μέσα στο γέλιο τους τον πόνο και το παράπονο. Μαύρα κορακίσια μάτια, έτοιμα να γεμίσουν δάκρυα στο άκουσμα της λύρας και της φωνής του Στέλιου», λέει στη συνέχεια, προτού συναντήσει και τον Στέλιο Καζαντζίδη σε μια ταβέρνα της περιοχής.