Απαντά και ως λάσκουμαι και λάσκουμαιν (αόρ. ελάστα). Από το αρχ. αλάομαι. Σημαίνει περιφέρομαι ασκόπως (φράση «Λάσκουμαι και πορπατώ»), κάνω περιπάτους, περιπλανώμαι.
«Και ‘ς σα ραχία λάσκουμαι και ‘ς σα κοιλάδα μένω», λέει το τραγούδι.
- Με πληροφορίες από το Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου, του Άνθιμου Α. Παπαδόπουλου.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.