Με κάθε λαμπρότητα και επισημότητα πραγματοποιήθηκαν σήμερα στο Φανάρι τα θυρανοίξια της ιστορικής βουλγαρικής εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου (Sveti Stefan). Παρόντες ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθμολαίος, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ και ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ.
Οι εργασίες αναστήλωσης της εκκλησίας διήρκησαν επτά χρόνια.
«Τα θυρανοίξια αυτά αποτελούν ένα σημαντικό μήνυμα για το διεθνές κοινό από την πλευρά μου. Η Κωνσταντινούπολη έδειξε φια άλλη μια φορά στον κόσμο ότι είναι μια πόλη όπου διαφορετικές θρησκείες και κουλτούρες συνυπάρχουν με ειρήνη. Είναι ευθύνη του κράτους να διασφαλίζει ότι ο καθένας μπορεί να ασκεί τα θρησκευτικά του πιστεύω ελεύθερα», ανέφερε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Από την πλευρά του ο Μπόικο Μπορίσοφ επισήμανε ότι χρειάζονται προσπάθειες για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου, η Βουλγαρία ανέλαβε την 1η Ιανουαρίου την προεδρία του συμβουλίου της ΕΕ για έξι μήνες.
Η ιστορία του Αγίου Στεφάνου (Sveti Stefan)
Τα έργα αναστήλωσης ξεκίνησαν πριν από εννέα χρόνια και διήρκησαν πολύ λόγω τεχνικών και οικονομικών προβλημάτων. Οι εργασίες αποκατάστασης ολοκληρώθηκαν μετά την ενίσχυση από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων.
Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου κατασκευάστηκε το 1849 και ήταν ξύλινη. Γρήγορα έγινε το κέντρο και το σύμβολο της εκκλησιαστικής χειραφέτησης των Βουγάρων, οι οποίοι εκείνη την περίοδο αποκόπτονταν σταδιακά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ζητούσαν την ίδρυση δικής τους εκκλησίας. Η εκκλησία αυτή, γνωστή ως βουλγαρική Εξαρχία, θα ιδρυθεί μετά από σουλτανικό φιρμάνι το 1870 και ο Άγιος Στέφανος, μαζί με τα απέναντι κτήρια που ανήκαν στην οικογένεια Βογορίδη, θα αποτελέσουν το κέντρο του νέου βουλγαρικού γένους (μιλέτ) που μαζί με την εκκλησία αναγνώρισε ο σουλτάνος.
Τα πράγματα όμως περιπλέχθηκαν στη συνέχεια, καθώς ένας μέρος των βουλγαρόφωνων, οι Γραικομανοί όπως οι εξαρχικοί Βούλγαροι τους αποκαλούσαν, παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο. Η αντιπαράθεση αυτή πήρε μεγάλες διαστάσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι δύο εκκλησίες, Κωνσταντινουπόλεως και βουλγαρική Εξαρχία και οι δύο εθνικισμοί, βουλγαρικός και ελληνικός, διεκδικούσαν επιρροή και χώρο στην ευρύτερη περιοχη της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο Μακεδονικός Αγώνας είναι μια μόνο έκφραση αυτού του ανταγωνισμού, που θα συνεχιστεί με τους Βαλκανικούς και τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Μετά την εκκλησιαστική σύνοδο του 1872 στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταδικάστηκε από ορθοδόξου απόψεως ο εθνοφυλετισμός ως αίρεση- δηλαδή η λογική της εθνικά περιχαρακωμένης ορθόδοξης εκκλησίας, η ρήξη μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και βουλγαρικής Εξαρχίας ήταν οριστική. Το χάσμα ήρθη το 1945 με συμφωνία μεταξύ των δύο εκκλησιών, η οποία οδήγησε στην επίσημη αναγνώριση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι η μητρική εκκλησία του. Οι δύο εκκλησίες της Βουλγαρικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, ο Άγιος Στέφανος και ο ναός που βρίσκεται στην παλαιά Εξαρχία στο Σισλή, περιήλθαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, πλην συνεχίζουν να κάνουν την λειτουργία στην βουλγαρική γλώσσα και να καλύπτουν της ανάγκες της ευάριθμης βουλγαρικής κοινότητας της Πόλης.
Η σημερινή εκκλησία, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από σίδηρο, κατασκευάστηκε στην Βιέννη, σε σχέδια του διάσημου Αρμένη αρχιτέκτονα Χοσέπ Αζναβούρ και συναρμολογήθηκε επί τόπου. Τα εγκαίνιά της έγιναν το 1898. Έκτοτε, αποτελεί ένα από τα διακριτά σύμβολα της νότιας όχθης του Κερατίου.