Πολλές υπήρξαν οι «βαθυστόχαστες» αναλύσεις των προηγούμενων ημερών αναφορικά με την επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, τα λάθη, τα ορθά και τις παραλείψεις της ελληνικής πλευράς. Δεν θα ήθελα να προσθέσω ακόμα μία. Οι περισσότερες απόψεις διατυπώθηκαν –όπως συμβαίνει πάντα– με στόχο την επιχειρηματολογία επί μίας προειλημμένης άποψης ή σκέψης.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να μην αξιολογήσω τη στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας και της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά απλώς να περιγράψω μια πραγματικότητα την οποία θεωρώ αντικειμενική.
Η κοινή συνέντευξη Τύπου του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο ήρθε να υπογραμμίσει μία ακόμη συνειδητοποίηση και προσαρμογή στην πραγματικότητα για τον πρώτο. Αυτή αφορά το γεγονός ότι το διακρατικό σύστημα είναι σκληρά κρατοκεντρικό, με το συμφέρον της επιβίωσης να αποτελεί αναμφίλεκτα ύψιστο εθνικό συμφέρον. Με την αναφορά στον όρο «επιβίωση» υπονοείται η διατήρηση των κυριαρχικών κεκτημένων του ελληνικού κράτους – είτε αυτή είναι εδαφική είτε οικονομική είτε οποιαδήποτε άλλη.
Η υιοθέτηση μιας τέτοιας λογικής συνιστά βήμα προσαρμογής για μια ομάδα πολιτικών προσώπων η οποία εξέφραζε έναν εξόχως διεθνιστικό λόγο σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας της στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και να επαινέσουμε τον πολιτικό ο οποίος δεν στέκεται οσφυοκαμπτικά προσκολλημένος σε μια άποψη, αλλά εξελίσσει προοδευτικά τη σκέψη του όπως έπραξαν, πριν από τον Αλέξη Τσίπρα, τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πριν και μετά τη χούντα των συνταγματαρχών όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και το 1993.
Εξάλλου, ταπεινή γνώμη μου είναι ότι αυτές οι μεταμορφώσεις κατέστησαν τους δύο αείμνηστους πολιτικούς ηγετικές φυσιογνωμίες και χαρισματικούς.
Η ωρίμαση της πολιτικής σκέψης αποτελεί μια επώδυνη διαδικασία, και κατ’ εμέ ιδιαίτερα επαινετή. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ειπώθηκε και τι συμφωνήθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες των συναντήσεων Ελλήνων και Τούρκων. Σε αντίθεση προς όσους έσπευσαν να επικρίνουν εκ δεξιών ή να θριαμβολογήσουν εξ αριστερών, εγώ θα έλεγα ότι πρέπει να αφήσουμε τις πράξεις να μιλήσουν και να μη στεκόμαστε στο συμβολισμό τον οποίο εμπεριέχουν οι δηλώσεις σε δημοσιογράφους. Στέκομαι απλά στη μετάλλαξη του ηγέτη του κυβερνώντος κόμματος από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της χώρας: καλή η ουτοπία, αλλά αμείλικτη η realpolitik.
Τα παραπάνω θυμίζουν τον υπότιτλο του βιβλίου του Παναγιώτη Ήφαιστου Αμερικανική εξωτερική πολιτική: Από την ιδεαλιστική αθωότητα στο πεπρωμένο του έθνους. Βέβαια, εδώ ο Ήφαιστος περιγράφει την προσαρμογή του αμερικανικού κράτους στη διεθνή πραγματικότητα και τη μετάβαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τον απομονωτισμό των πρώτων δεκαετιών ύπαρξης στην είσοδο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αντίστοιχα στην πρώτη δυναμική έξοδο από την αμερικανική ήπειρο. Πρόκειται για κάτι διαφορετικό, αλλά ο παραλληλισμός έγκειται στο πώς η αθωότητα της αντιπολίτευσης μετατρέπεται σε απόκτηση εθνοκρατικής συνείδησης, και εντέλει στο πώς ο ηγέτης –όπως και η μεγάλη δύναμη– τίθεται ενώπιον των ευθυνών του προσαρμοζόμενος στις πιέσεις του διεθνούς συστήματος.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πώς η στρατηγική κουλτούρα μιας γραφειοκρατίας τελικά διαμορφώνει τον πολιτικό ηγέτη και τον εντάσσει στον τρόπο λειτουργίας και στο πλαίσιο της ρητορικής της.
Ο Ερντογάν βρέθηκε απέναντι σε έναν πολιτικό ο οποίος μίλησε την ίδια γλώσσα με εκείνον. Επαναλαμβάνω: δεν κρίνω αν ο πρωθυπουργός μίλησε σωστά ή όχι, αλλά σημειώνω το εφαλτήριο της σκέψης του. Οι διεθνιστικές αντιλήψεις συνιστούν εξιδανικευμένα ιδεολογικά σχήματα, αλλά αδυνατούν να δώσουν απαντήσεις έναντι του ηγεμονισμού και του αναθεωρητισμού, οι οποίοι είναι έμφυτοι στις διακρατικές σχέσεις.