Στον Κρητικό λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957), με αφορμή την συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του, είναι αφιερωμένο το έτος 2017. Στοχαστικός, αμφισβητίας και θαρραλέος απέναντι στις προκαταλήψεις του καιρού του, ο Νίκος Καζαντζάκης μαγεύει με την πένα του, ακόμη και σήμερα, τους πολυάριθμους αναγνώστες των έργων του.
Ο Ν. Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1902 σπουδάζει Νομική στην Αθήνα και το 1907 Φιλοσοφία στο Παρίσι. Εκεί επηρεάστηκε από τον Ανρί Μπεργκσόν και τον Νίτσε, και κυρίως από τις ιδέες τους για την Ζωτική Ορμή (élan vital) και για τον Υπεράνθρωπο. Η διατριβή του είχε τον τίτλο «Φρειδερίκος Νίτσε και Φιλοσοφία Δικαίου». Επίσης δέχθηκε επιρροές από την ψυχανάλυση του Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος έδινε έμφαση στην ψυχική λίμπιντο (ορμή, επιθυμία, εξωτερίκευση). Στα 1914 γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, συνδέθηκε με φιλία μαζί του και επηρεάστηκε από το κίνημα του εθνικισμού.
Νυμφεύθηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου με την οποία χώρισε το 1926, μετά από 15 χρόνια γάμου. Το 1945 νυμφεύθηκε την Ελένη Σαμίου. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη, από όπου έγραψε τα ταξιδιωτικά του κείμενα.
Μετά τη ρωσική επανάσταση των Μπολσεβίκων και τη γνωριμία του με τον Βικτόρ Σερζ, η ματιά του έγινε πιο οικουμενική και κριτική.
Η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων πρότεινε τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό για το νόμπελ λογοτεχνίας. Το 1957 έχασε το νόμπελ από τον Αλμπέρ Καμύ για μία ψήφο! Ήταν υποψήφιος για νόμπελ σε εννέα διαφορετικά χρόνια. Πέθανε από λευχαιμία στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας το 1957. Το επιτύμβιο επίγραμμα γράφει: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος».
Τα έργα του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο τελευταίος πειρασμός μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο. Σημαντικά πεζά έργα του είναι επίσης: Καπετάν Μιχάλης, Αδελφοφάδες, Ο φτωχούλης του Θεού, Αναφορά στον Γκρέκο, Ασκητική, τα ταξιδιωτικά του και πολλά θεατρικά. Το έργο που ο ίδιος θεωρούσε το σημαντικότερο όλων, το opus magnum της συγγραφής του, είναι το ποιητικό έπος Οδύσεια σε 33.333 στίχους!
Ο πατέρας του ήταν ο καπετάν Μιχάλης του ομώνυμου έργου του. Εκείνος τον μύησε στην αγάπη και στο δέος της λευτεριάς. Στις σφαγές του 1889 τον πήρε από το χέρι κατά το ξημέρωμα της πρώτης αιματοβαμμένης νύχτας, τον πήγε στην πλατεία με τα λιοντάρια και τον έβαλε να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των παλικαριών των κρεμασμένων από τους Τούρκους στον θεόρατο πλάτανο. Ήταν τουρκοκρατούμενη τότε η Κρήτη και μαχόταν για λευτεριά. Εκείνη η εικόνα και η εμπειρία δεν έφυγαν ποτέ ούτε από τη σκέψη του ούτε από την καρδιά του…
Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας ασκητής, ένας αναχωρητής, αναμίχθηκε και στα κοινά, ακόμη και στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Μεγάλης εθνικής σημασίας είναι η αποστολή του στον Καύκασο το 1919 για τον επαναπατρισμό των εκεί Ελλήνων Ποντίων, που υπέφεραν μετά την επικράτηση του κομμουνισμού από το 1917 στη Ρωσία. Τον είχε στείλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού τον διόρισε γενικό διευθυντή του υπουργείου Περιθάλψεως. Μετέφερε τότε στην Ελλάδα, μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, 150.000 Έλληνες και τους εγκατέστησε στη Μακεδονία και στη Θράκη. Μαζί του πήρε και τον Γιώργη Ζορμπά, τον μυθιστορηματικό «Αλέξη Ζορμπά».
Η λογοτεχνική γλώσσα και το ύφος του Καζαντζάκη μάς είναι οικεία από τα σχολικά μας χρόνια. Από το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται διαβάζουμε το απόσπασμα για τον ερχομό των Ελλήνων προσφύγων από την Αρτάκη της Προποντίδας στη Λυκόβρυση της Σαρακήνας:
«Κουράγιο, παιδιά μου, φώναζε ο παπα-Φώτης και πηγαινόρχουνταν ανάμεσα στο κοπάδι του. Κουράγιο, τώρα θα ’ρθουν οι προεστοί, τώρα θα ’ρθει ο παπα-Γρηγόρης, τελειώνουν τα βάσανά μας… Θα ρίξουμε πάλι ρίζες στο χώμα, δεν θα χαθεί το Γένος! Βουή χαρούμενη σηκώθηκε, σα βουβούνισμα μελισσιού και κατακάθισε πάλι. Μερικές γυναίκες άνοιξαν τον κόρφο τους, έβγαλαν το βυζί, προσθήλιασαν τα μωρά τους, να μην κλαίνε. Ο άντρακλας ακούμπησε το λάβαρο στη γης κι ο εκατοχρονίτης γέρος άπλωσε τη ροζωμένη χερούκλα του στο σακί με τα κόκαλα των νεκρών προγόνων που κουβαλούσε για να θεμελιώσουν τη νέα τους πολιτεία…».