Τέτοια είναι η πνευματική μας σύγχυση και η κατάντια μας, που έχει αρχίσει να φαίνεται παντού, δεν κρύβεται. Αγχωμένοι όλοι, ανήσυχοι, εκνευρισμένοι κι έτοιμοι για καβγά με το παραμικρό. Νά, τώρα πριν από λίγο πάλι συνέβη αυτό που γίνεται συνέχεια παντού. Έβγαινα από το κομμωτήριο της Κατερίνας όπου κουρεύομαι τα τελευταία είκοσι χρόνια. Κι εκεί που συλλογιζόμουν πως τώρα βλέπω τα μαλλιά μου να πέφτουν άσπρα στο πάτωμα –σαν χθες ήταν που τα ’βλεπα να πέφτουν μαύρα–, μια κυρία από το μπαλκόνι της ψηλά αρχίνησε να με βρίζει στα καλά καθούμενα.
«Εσύ χτύπησες από κάτω βρε αλήτη; Γιατί χτυπάς τα κουδούνια βρε αλήτη;».
Την κοίταζα, όχι τόσο με απορία, αλλά με διστακτικότητα – να απαντήσω ή όχι; Συνήθως δεν απαντάω σε τέτοια. Αλλά αν έχω λίγο χρόνο (που είναι σπάνιο) και διάθεση γι’ αστεία (που την έχω συνέχεια), δεν χάνω την ευκαιρία. «Κοιτάς μόνο… Δεν απαντάς ε…; Αλήτη!».
Είχα λίγο χρόνο… Όχι! Δεν χτύπησα εγώ, της βροντοφώναξα. Αλλά έχεις δίκιο σ’ ένα πράγμα, αυτό το πέτυχες – συνέχισα γελώντας. Είμαι αλήτης! Γι’ αυτό, ζητάω συγγνώμη κι από εσένα κι από όλους εδώ γύρω. Οι άλλοι γέλασαν, η κυρία ντροπιάστηκε∙ μπήκε γρήγορα-γρήγορα μέσα. Όντως είμαι αλήτης, σκέφτηκα. Ελπίζω, όμως, πως είμαι «με την καλή την έννοια» (όπως θα ’λεγε κι ο δήμαρχος Μαραθώνος).
Αυτό το περιστατικό μου θύμισε ένα άλλο που έγινε στην εκκλησία. Περιμέναμε να κοινωνήσουμε. Τι κι αν ήμασταν κάπως στριμωγμένοι, τι κι αν κλαίγαν τα μωρά – μωρά είναι και κλαίνε. Ο χριστιανός, τη στιγμή που περιμένει για να συμμετάσχει σε αυτό το Μέγα Μυστήριο, είναι αλλού που λένε.
Όταν επίκειται να μεταλάβει των «Θείων και ενδόξων και αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων», δηλαδή να πάρει τον Χριστό μέσα του, είναι χαμένος στο… διάστημα.
Απ’ αυτήν την κατάσταση μας έβγαλε ένας κύριος που περίμενε κι αυτός κι εκνευρίστηκε κι άρχισε να κάνει έντονες παρατηρήσεις γύρω του. Δεν έλεγε να σταματήσει τη φασαρία και να κουνάει το δάκτυλο δεικτικά. Όταν το παράκανε κι άρχισε να γίνεται ανάγωγος, του είπα δυο λόγια αδερφικά. Εδώ την τάξη την βάζουνε οι ιερείς, του είπα. Δεν είμαστε εδώ εμείς για να βάλουμε σε τάξη τους υπόλοιπους. Ο Κύριός μας δεν ήταν που στηλίτευσε αυτούς που ασχολούνται με την αγκίδα στο μάτι του συνανθρώπου τους και ξεχνούν πως έχουν ολόκληρο πάσσαλο καρφωμένο στο δικό τους; Σε τούτη την ουρά που είμαστε, συνέχισα, ακόμα πιο μακριά πρέπει να το πάμε. Πρέπει να ασχοληθούμε με την αγκίδα στο δικό μας μάτι, ακόμα κι αν βλέπουμε δοκάρια στα μάτια των άλλων γύρω. Με αυτά ησύχασε.
Παράδοξο περιστατικό. Μάλωσα κάποιον, επειδή μάλωνε τους άλλους. Του είπα να μην προσπαθεί να βάλει μυαλό στους γύρω του, την ώρα που ο ίδιος μου προσπαθούσα να του βάλω μυαλό. Κατά κάποιον τρόπο έκανα κι εγώ αυτό που έκανε κι εκείνος. Αλλά νομίζω πως το έκανα διακριτικά και όχι ανάγωγα, με τρόπο και όχι άκομψα, απαθώς και όχι εκνευρισμένος. Με άλλα κίνητρα, με άλλη προαίρεση, με άλλο στόχο. Με αγάπη και σεβασμό στον ίδιο, στους γύρω και στην ιερότητα του χώρου και της στιγμής. Αλλά και πάλι το εάν έκανα καλά ή όχι, είναι κάπως περίπλοκο – δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος.
Ακούστε, λοιπόν, το πώς η Χάρις του Θεού έδωσε την απάντηση στον προβληματισμό μου.
Ήτανε Λαμπροτρίτη – του Αγίου Ραφαήλ. Μόλις που είχα μεταλάβει και περπατούσα στο διάδρομο της εκκλησιάς. Εκεί με σταμάτησε ένας κύριος και μου είπε πως ήθελε να μου ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του και για ένα συμβάν… Δεν κατάλαβα τι μου έλεγε. Δεν άκουγα κιόλας, γιατί τα έχασα και τον κοίταζα σαστισμένος. Το πρόσωπο του ήταν ολόφωτο∙ έλαμπε σας λέω! Η έκφρασή του γλυκύτατη.
Μηχανικά και χωρίς να καταλάβω για τι πράγμα μιλάμε, ψέλλισα κάτι τυπικά λόγια πως δεν πειράζει, να μην στενοχωριέται και τέτοια. Δεν με ένοιαζε τι έλεγα. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να τον αγκαλιάσω, για να δω αν είναι αληθινός. Τέτοιο φως δεν είναι δυνατό να βγάζει το πρόσωπο τ’ ανθρώπου! Τον αγκάλιασα – αληθινός ήταν. Αποχαιρετιστήκαμε εγκαρδίως – μα ποιος είναι και τι για τι πράγμα λέει;
Περπατώντας προς το σπίτι θυμήθηκα! Ήταν ο κύριος εκείνος που μάλωνε τους άλλους περιμένοντας τη Θεία Κοινωνία. Εμ… πώς να τον γνωρίσω; Εγώ τον θυμόμουνα με πρόσωπο σφιγμένο και σκοτεινό και με μάτια που γυάλιζαν με μια γυαλάδα παγωμένη. Κι αυτός μου ’ρθε τώρα ολόφωτος, με πρόσωπο καθάριο και μάτια ζεστά. Άσε που τον θυμόμουνα και πιο κοντό…
Νά τι κάνει η πραγματική μετάνοια, η ταπεινοφροσύνη, η συγγνώμη κι η αγάπη μέσα στην Ορθόδοξη πίστη μας.
Αυτή μεταμορφώνει τον άνθρωπο – όχι εκείνα τα τυπικά τα «σόρι». Δεν τον έχω ξαναδεί αυτόν τον καλό κύριο κι ούτε ξέρω πώς τον λένε. Τον έχω όμως μέσα στην καρδιά μου ως έναν πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο.
Με αυτά που περνάμε, έχουμε όλοι τα νεύρα μας – ανθρώπινο είναι. Ευτυχώς, όμως, που υπάρχει κι η ευλογημένη συγγνώμη.