Κοινωνία δίχως όραμα είναι ημέρα δίχως ήλιο, νύχτα χωρίς αστροφεγγιά, ζωή χωρίς πνοή και φαντασία. Εύλογα το όραμα, είτε είναι εφικτό είτε ευκταίο, αποτελεί βασικό στοιχείο θρησκειών, πηγή ιδεολογιών και ακοίμητο λυχνάρι για κάθε ανθρώπινη σκέψη.
Όραμα είναι ο φεγγοβόλος εκείνος φάρος που φωτίζει τα μονοπάτια της ψυχής, όπως και τις έρημες γωνίες της ζωής, στην αναζήτηση του ωραίου και του δίκαιου.
Είναι σε όλους μας γνωστό το βιβλικό όραμα του Μωυσή για τη Γη της Επαγγελίας. Για έναν εύφορο και ευθαλή τόπο, όπου έρρεαν ποτάμια από μέλι και γάλα. Εκεί όπου ο Μωυσής ήθελε να οδηγήσει το λαό του για να χορτάσει μέλι και γάλα.
Ένας άλλος οραματιστής, προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού, ο Μωάμεθ, μίλησε στο λαό του για βουνά από πιλάφι που θα χόρταιναν τις πεινασμένες κοιλιές των πιστών.
Στο πέρασμα του χρόνου πέρασαν και άλλοι ταγοί, πολιτικοί κυρίως, που εμφύσησαν ιδανικά, ενέπνευσαν θεωρίες, έδωσαν ή πρόδωσαν οράματα, έχτισαν ή γκρέμισαν ονείρατα, έταξαν ή έπραξαν πολλά, ώσπου φθάσαμε στα «χρυσά κουτάλια» της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΚ). Μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς προσαρμοσμένης στο πνεύμα του εμπορικού εκσυγχρονισμού, χωρίς κοινωνικούς φραγμούς, αλλά με κυρίαρχους τους δείκτες και τους αριθμούς. Μιας αγοράς χωρίς εξαγωγικούς δασμούς αλλά με «δέσμιους» τους οικονομικά ανήμπορους πολίτες της. Μιας ενιαίας αγοράς όπου κάθε δρόμος είναι κι ένας ιδεολογικός μονόδρομος, με κυρίαρχη την ιδεολογία που εκπορεύεται από τη Γερμανία.
Στη νέα ανοραμάτιστη κοινωνία της αγοράς, οι κλασικές ανθρώπινες αξίες άλλαξαν σημασίες. Θεσμοί και δεσμοί έχουν απαξιωθεί.
Ακόμη και η κοινή λογική, ακρωτηριασμένη κι ευνουχισμένη, ταυτισμένη απόλυτα με το κέρδος, έχει αλλοιωθεί. Οι «πραγματιστές» της πλασματικής πραγματικότητας νίκησαν τους οραματιστές της ανθρωπότητας.
Το όραμα για ανθρωπινότερη ζωή για το λαό έχει εξελιχθεί σε όνειρο, κι αυτό με τη σειρά του σε εφιάλτη στον ύπνο και στον ξύπνιο της καθημερινής ζωής, όπου τα συμφέροντα των ισχυρών έγιναν παντιέρα της παγκόσμιας πολιτικής.
Με δυο λόγια, η πολιτική από θεμελιακή δύναμη για κάθε κοινωνική αλλαγή, έχει συρρικνωθεί στην «τέχνη του εφικτού». Εγκατέλειψε το οραματικό απόφθεγμα του Καζαντζάκη: «Να φτάσεις όπου δεν μπορείς». Διότι τόσο το εφικτό όσο και το ανέφικτο είναι έννοιες μεταβλητές κι όχι στατικές. Σχετικές κι όχι απόλυτες, σχετιζόμενες με τους στόχους που η εκάστοτε πολιτική εξουσία θέτει και τις αξίες που προωθεί.
Το δίκαιο, το καλό, το ελεύθερο δεν είναι έννοιες προκαθορισμένες σε μια κοινωνία που διαρκώς αλλάζει. Τίποτα δεν προσδιορίζεται άλλο «άπαξ και δια παντός». Το μόνο που δεν αλλάζει, είναι ότι όλα αλλάζουν γύρω μας: εμείς, ο κόσμος, οι άλλοι. Εύλογα ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο του Η άνοδος της ασημαντότητας υποστηρίζει ότι στην πολιτική δεν υπάρχει το «εκ των προτέρων δεδομένο». Δεν υπάρχουν πλέον κεκτημένα, αν δεν αγωνίζεσαι γι’ αυτά.
Όσο η κτήση είναι ισχυρότερη από την κοινοκτημοσύνη, όσο η υλότητα είναι σημαντικότερη από την πνευματικότητα, οι συλλογικές αξίες δεν ευδοκιμούν πια.
Αλλιώς χαίρεται κανείς με τον δικό του κήπο κι αλλιώς με τον δημόσιο. Η μόνη μορφή σοσιαλιστικής κοινοκτημοσύνης περιορίζεται στον μοναστικό βίο, στο κοινόβιο της μοναστηριακής μας παράδοσης λέει ο καθηγητής Θεολογίας Μάριος Μπέγζος.
Στην εποχή μας, όπου το ιδιωτικό διέλυσε το συνεταιριστικό και το ατομικό νίκησε το συλλογικό, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο, δηλαδή ως άτμητο τμήμα του όλου και όχι ως συνάνθρωπο και συνοδοιπόρο.
Μέσα στην κοινωνία της αγοράς και του αγοραίου τρόπου ζωής, χωρίς έρμα και όραμα, όπου η επανάσταση έγινε κατάσταση και η αξιοπιστία εξελίχθηκε σε αναξιοπιστία, ο άνθρωπος θα αναζητά το όραμα που χάθηκε στο μπόι των αναγκών της καθημερινότητάς του.