Έναν νέο όρο εισήγαγε ο εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία Τζέιμι Σι στο Συμπόσιο της Θεσσαλονίκης που οργανώνεται κάθε χρόνο από το Δίκτυο Ναβαρίνο και την Πολιτιστική Εταιρία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.
Τον όρο frenemy. Κάτι, δηλαδή, σαν φιλεχθρός. Φίλος και εχθρός μαζί.
Από την ομιλία του Τζέιμι Σι διεγνώσθη κάποια χαλάρωση της ΝΑΤΟϊκής στάσης απέναντι στη Μόσχα και δεν θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη αν το επόμενο διάστημα δούμε σχετική προσέγγιση τόσο με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ όσο και με την Ευρώπη.
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε σε συνέντευξή του στην Καθημερινή και ο πρέσβης Βλαντιμίρ Τζιζόφ, μόνιμος αντιπρόσωπος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στις Βρυξέλλες ο οποίος δήλωσε πως η χώρα του δεν επιθυμεί τη διάλυση της ΕΕ.
Η ρωσική οικονομία διέρχεται δύσκολη περίοδο που επιδεινώθηκε από το Δυτικό εμπάργκο. Πριν από δύο χρόνια, όταν η Μόσχα επενέβαινε στη συριακή κρίση στον ίδιο χώρο, Ρωσίδα αναλύτρια απέδωσε τη ρωσική επέμβαση, μεταξύ άλλων, και στην προσπάθεια της Μόσχας να επανέλθει στο διεθνές παιχνίδι διαπραγματευόμενη τα κέρδη της στη Μέση Ανατολή. Φαίνεται πως η ώρα αυτή έχει φτάσει.
Η επάνοδος της Ρωσίας ως διεθνή παίκτη, μετά μάλιστα από την υποτιμητική δήλωση Ομπάμα ότι είναι μια φθίνουσα περιφερειακή δύναμη, είναι από τις προτεραιότητες του Ρώσου προέδρου. Η Ρωσία επενδύει στη σχέση με την Ευρώπη.
Ενοχλήθηκε, βεβαίως, πολύ από την αθέτηση της –προφορικής, όπως φαίνεται– συμφωνίας Γκορμπατσόφ – πατέρα Μπους ότι το ΝΑΤΟ δεν θα πλησιάσει στη ρωσική αυλή, αλλά ο ΝΑΤΟϊκός εκπρόσωπος είχε μια διαφορετική εξήγηση για τη συγκατάνευση της Μόσχας στην ενοποίηση της Γερμανίας.
Η Ρωσία θεωρούσε πως η γερμανική ενοποίηση θα ήταν προς το συμφέρον της Μόσχας.
Στην προσπάθειά της να ανταποδώσει τη ΝΑΤΟϊκή προσέγγιση στο λεγόμενο στη ρωσική διάλεκτο εγγύς εξωτερικό, η Μόσχα δεν έχει την ίδια δυνατότητα. Γι’ αυτό περιορίζεται στην υπονόμευση Δυτικών θεσμών και πολιτικών. Αυτό επιχείρησε, στο βαθμό που μπόρεσε να το κάνει, και στα Βαλκάνια. Η Σερβία και τα Σκόπια του Γκρούεφσκι ήταν δύο χώρες με τις οποίες επιχείρησε να αναπτύξει πολιτική, αλλά η γειτονική μας χώρα με την αλλαγή κυβέρνησης στρέφει το ενδιαφέρον της, τώρα, προς τη Δύση. Αλλά και ο Γκρούεφκσι ξεκίνησε ως Δυτικός και κατέληξε στην αγκαλιά της Μόσχας. Όπως και ο Ντόντικ της Ρεπούμπλικα Σρέμπτσκα, στη Βοσνία, όπως και ο Ερντογάν. Για να περιοριστούμε στα Βαλκάνια, οι χώρες φαίνεται να στρέφονται προς τη Δύση αλλά διατηρούν και ένα παράθυρο ανοικτό προς τη Ρωσία. Η αδυναμία της Ρωσίας είναι ότι δεν έχει διάθεση για ιδεολογική σταυροφορία, ούτε και τη δυνατότητα για χρηματοδοτήσεις. Και το χειρότερο, δεν έχει να εξαγάγει ένα συνεκτικό μοντέλο.
Η απουσία ενός νέου πειστικού αφηγήματος είναι πρόβλημα για τον Πούτιν και στο εσωτερικό. Η ρωσική κοινωνία δεν μπορεί να χειραγωγείται με έναν αυταρχισμό στο όνομα της καταστροφής και υπονόμευσης της χώρας από τους ολιγάρχες. Το αφήγημα αυτό εξάντλησε τις δυνατότητές του. Και η νέα πρόταση δεν έχει ακόμη διατυπωθεί.
Αδυναμία παρέμβασης δείχνουν και οι ΗΠΑ. Όσο για την ΕΕ, βρίσκεται σε μια ασθενή κατάσταση εδώ και χρόνια.
Μια τέτοια υποχώρηση των μεγάλων παικτών αφήνει περιθώρια για τους περιφερειακώς δρώντες. Η Τουρκία είναι μία από αυτές τις δυνάμεις. Δεν αποκλείεται να επιχειρήσει να κλιμακώσει το παιχνίδι της στα Βαλκάνια, και κυρίως με την Αλβανία, της οποίας ο πρωθυπουργός δείχνει ευεπίφορος στα ερντογανικά κελεύσματα. Μην αποκλείουμε ορισμένες από τις προκλητικές κινήσεις του Ράμα προς την μειονότητα και την Ελλάδα να είναι τουρκικής εμπνεύσεως.