Προέρχεται από το ρήμα πακλαεύω και σίγουρα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας της Πόντιας νοικοκυράς.
Πακλάεμαν είναι το καθάρισμα, το σκούπισμα, το σάρωμα: «Πακλαεύω τ’ οσπίτιν».
Η λέξη χρησιμοποιούνταν συχνά και μεταφορικά, με την έννοια του αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι: «Πακλαεύτ’ απαδακές!» (ξεκουμπίσου).
- Με πληροφορίες από το Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου, του Άνθιμου Α. Παπαδόπουλου.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.