Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017 θα καταγραφούν στην ιστορία ως από τις πλέον ιδιόρρυθμες της αποκαλούμενης 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί τρεις (Φιγιόν, Μακρόν, Αμόν) από τους πέντε προπορευόμενους δημοσκοπικά υποψηφίους στις εκλογές είναι απροσδόκητοι. Το κλίμα εντός του οποίου διεξάγονται οι εκλογές είναι εξαιρετικά δηλητηριώδες, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον Τύπο, τη Δικαιοσύνη, τους βουλευτές και την κυβέρνηση. Ποτέ μια εκλογική αναμέτρηση δεν ήταν τόσο μαύρη και σκοτεινή. Ποτέ γαλλικές εκλογές δεν προκάλεσαν τόση έκπληξη στους πολίτες.
Το ακόλουθο άρθρο φιλοδοξεί να παράσχει σχετική εμπεριστατωμένη ενημέρωση στο ελληνικό κοινό για το τι συμβαίνει.
Οι απροσδόκητοι υποψήφιοι
Η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές της 23ης Απριλίου και 7ης Μαΐου 2017 άρχισε με μια χρονοβόρα ενδοπαραταξιακή διαδικασία για την υπόδειξη των υποψηφίων των κομμάτων.
Καταρχάς, η γαλλική Δεξιά και το Κέντρο διοργάνωσαν προκριματικές εκλογές για την υπόδειξη του υποψηφίου τους στις προεδρικές εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις ήταν σαφείς: Ο Ζιπέ, ή έστω κι ο Σαρκοζί, έπρεπε να υπερισχύσουν. Αναμετρήθηκαν επτά υποψήφιοι. Στις 10 Οκτωβρίου ο Αλέν Ζιπέ, σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις, εισέπραττε το 34% της πρόθεσης ψήφου, ο Νικολά Σαρκοζί το 28%, ο Μπρινό Λεμέρ και ο Φρανσουά Φιγιόν από 11%. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι ήταν πολύ πίσω και η πρόθεση ψήφου γι’ αυτούς δεν ξεπερνούσε το 2-4% για την Ναταλί Κοσιουσκό-Μοριζέ, τον Ζαν-Φρεντερίκ Πουασόν και τον Ζαν-Φρανσουά Κοπέ.
Νικολά Σαρκοζί και Αλέν Ζιπέ (φωτ.: EPA / Christophe Archambault)
Τελικά, στα αποτελέσματα του πρώτου γύρου της 20ής Νοεμβρίου 2016, ο Φιγιόν συγκέντρωσε 44% (η πρώτη έκπληξη), ο Ζιπέ 28,5% και ο Σαρκοζί 20,6%. Κανένας από τους άλλους υποψηφίους δεν ξεπέρασε το 3%. Ο δεύτερος γύρος έδωσε 66,5% στον Φιγιόν, με πολύ μεγάλη συμμετοχή 4,4 εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Στις 18 Νοεμβρίου (δηλαδή δύο μέρες πριν από τις εκλογές), μια τελευταία δημοσκόπηση έδινε στον Φιγιόν 30% θετική πρόθεση ψήφου, το οποίο ήταν 14,1% ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το τελικό αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προκριματικών της Κεντροδεξιάς!
Την 1η Δεκεμβρίου ο Φρανσουά Ολάντ αποφάσισε να μην ξαναβάλει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές (η δεύτερη έκπληξη). Είναι η πρώτη φόρα στην ιστορία της Γαλλικής Δημοκρατίας (μόνο ο Πομπιντού δεν ξαναέβαλε υποψηφιότητα, όμως λόγω θανάτου).
Ο Φρανσουά Ολάντ αντιμετώπισε μεγάλη λαϊκή δυσφορία μετά από την πενταετία του στην Προεδρία. Το βιβλίο Ο πρόεδρος δεν θα έπρεπε να το πει αυτό…, το οποίο έγραψαν δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας Le Monde, ο Ζεράρ Νταβέ και ο Φαμπρίς Λομ, που είδε το φως της δημοσιότητας τον Οκτώβριο του 2016, αποτελείωσε την ήδη κατεστραμμένη αξιοπιστία του. Δεν ήταν πλέον καθόλου δημοφιλής. Μόλις το 13% των ερωτηθέντων σε σχετικές δημοσκοπήσεις του Νοεμβρίου θεωρούσαν ότι η δράση του ως προέδρου ήταν θετική ή μάλλον θετική. Όλες οι έρευνες έδειχναν ότι δεν θα είχε καταφέρει να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών αν έθετε υποψηφιότητα εκ νέου. Η απόφαση αυτή πυροδότησε τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφόρων δελφίνων του σοσιαλιστικού κόμματος και των συμμάχων του.
Φρανσουά Φιγιόν (φωτ.: EPA / Guillaume Horcajuelo)
Οι προκριματικές εκλογές της Αριστεράς θα μας προσφέρουν την τρίτη έκπληξη. Οι εκλογές διεξήχθηκαν στις 22 και 29 Ιανουαρίου 2017 προκειμένου να ορίσουν τον υποψήφιο του κόμματος και των συμμάχων του. Η προεκλογική εκστρατεία ήταν πολύ σύντομη για τους επτά υποψηφίους. Στις 19 Ιανουαρίου οι δημοσκοπήσεις έδιναν στον πρώην πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς με μεγάλη διαφορά την πρώτη θέση με 37% της πρόθεσης ψήφου. Οι συνυποψήφιοι Μπενουά Αμόν και Αρνό Μοντεμπούρ ελάμβαναν 28% και 24% αντίστοιχα. Οι υπόλοιποι τέσσερις υποψήφιοι συγκέντρωναν από 5% έως 1%. Τελικά ο Μπενουά Αμόν υπερίσχυσε στον πρώτο γύρο με 36,5%, ακολουθούμενος από τον Βαλς με 31,9% και τον Μοντεμπούρ με 17,7%. Ο Μπενουά Αμόν επικράτησε άνετα με το 58,9% στον δεύτερο γύρο και η συμμετοχή ήταν 2.045.343 ψηφοφόροι. Οι Πράσινοι υποστήριξαν την υποψηφιότητα του Αμόν στις 23 Φεβρουαρίου 2017.
Οι δύο υποψήφιοι που κέρδισαν τις προκριματικές εκλογές των κομμάτων τους, φαίνονταν οι πιο «ακραίοι».
Ήταν πολύ αριστερός και οικολόγος για τους μεν (σοσιαλιστές) και πολύ φιλελεύθερος για τους δε (τους κεντροδεξιούς). Και στις δύο περιπτώσεις, οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω: ο υποψήφιος σοσιαλφιλελεύθερος Μανουέλ Βαλς και ο υποψήφιος φιλελευθεροκοινωνικός Αλέν Ζιπέ έχασαν ξεκάθαρα. Οι άλλοι υποψήφιοι του κέντρου, ο Φρανσουά Ολάντ και ο Φρανσουά Μπαϊρού, απέφυγαν να εκτεθούν λόγω των πολύ χαμηλών προσδοκιών ψήφου στον πρώτο γύρο των εκλογών. Τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως η βούληση των Γάλλων πολιτών για αλλαγή και επιθυμία ανανέωσης.
Εμμανουέλ Μακρόν (φωτ.: EPA / Caroline Blumberg)
Ο τρίτος υποψήφιος, ο Μακρόν, αποτελεί επίσης έκπληξη. Μετά την αποχώρησή του από την κυβέρνηση, στα τέλη Αυγούστου 2016, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του στις 16 Νοεμβρίου, λέγοντας με σαφήνεια ότι δεν θα συμμετάσχει στις προκριματικές εκλογές της Αριστεράς. Για να δικαιολογήσει την υποψηφιότητά του εκτός των παραδοσιακών κομμάτων, ο πρώην υπουργός Οικονομικών επανέλαβε ότι δεν ανήκει ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά, και ότι η πρόθεσή του είναι να συσπειρώσει τους Γάλλους. Εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιθυμία των Γάλλων για ανανέωση εκτός των πολιτικών κομμάτων.
Πολλοί σχολιαστές θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε πολιτικός χώρος για τον Μακρόν. Η επαναλαμβανόμενη χίμαιρα συσπείρωσης της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς θα ήταν αδύνατη στο πλαίσιο της 5ης Δημοκρατίας. Ωστόσο, ο Μακρόν προοδεύει στις δημοσκοπήσεις – από το 10% τον Νοέμβριο, στο 18% στα μέσα Δεκεμβρίου 2016. Ο Φρανσουά Μπαϊρού, ο πρώην υποψήφιος που είχε συγκεντρώσει το 9% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012 και το 18,5% του 2007, δήλωσε ότι τελικά υποστηρίζει τον Εμανουέλ Μακρόν στις 22 Φεβρουαρίου 2017.
Η μη υποψηφιότητα του Μπαϊρού αποτελεί επίσης μια ημι-έκπληξη. Ήταν παρών στις προεδρικές εκλογές από το 2002. Επιθυμία του ήταν να συμμετάσχει σε αυτές ακόμα και το 2017, αλλά οι δημοσκοπήσεις δεν του έδιναν περισσότερο από 5% στον πρώτο γύρο. Στα τέλη Μαρτίου ο Μακρόν συγκεντρώνει περίπου το 26% στις δημοσκοπήσεις.
Οι δύο άλλες προπορευόμενες δημοσκοπικά υποψηφιότητες, της Μαρίν Λεπέν και του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, δεν αποτελούν έκπληξη.
Οι πολιτικοί αυτοί είχαν ήδη υποβάλει υποψηφιότητα για τις εκλογές του 2012, και είχαν συγκεντρώσει το 17,9% και 11,1% αντίστοιχα. Η ακροδεξιά Λεπέν (ή ακραία δεξιά) ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της στις 8 Φεβρουαρίου και ο Μελανσόν (η Αριστερά της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου και του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος) στις 10 Φεβρουαρίου 2017. Οι έρευνες τους πιστώνουν (έως τις αρχές Μαρτίου 2017) με 26% για την Λεπέν και 11% για τον Μελανσόν. Και οι δύο είναι υποψήφιοι «αντισυστημικοί» και επιθυμούν να βγουν από το ευρώ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μαρίν Λεπέν (φωτ.: EPA / Frederic Schreiber)
Συνολικά, πρόκειται για υποψηφίους που δημιούργησαν την έκπληξη ή που είναι παραδοσιακά εναντίον του συστήματος. Φαίνεται ότι η τάση των εκλογών του 2017 είναι η θέληση ανανέωσης και τομής με το παρελθόν. Οι «παλαιοί» (ο Ολάντ, ο Μπαϊρού, ο Ζιπέ, ο Σαρκοζί, και μέχρι ενός ορισμένου σημείου ο Βαλς) απορρίφθηκαν ή δεν τόλμησαν να θέσουν υποψηφιότητα επειδή δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν κατά την πρώτη φάση της προεκλογικής εκστρατείας (Νοέμβριος-Ιανουάριος), κατά την οποία ορίζονταν οι υποψήφιοι.
Eric Gazon, Οικονομολόγος
Μετάφραση / επιμέλεια: Άλκης Καλλιαντζίδης.