Πόντος: η κυριολεκτική σημασία της λέξης πόντος είναι «θαλάσσιο πέρασμα», «θάλασσα που λειτουργεί κυρίως ως πέρασμα από τη μια στεριά σε μιαν άλλη». Τέτοιος ήταν ο Άξεινος Πόντος, που για να μην φοβίζει τους ταξιδιώτες, ονομάστηκε κατ’ ευφημισμό Εύξεινος Πόντος, «θάλασσα που καλοδέχεται τους ξένους που την διαπλέουν». Ο Στράβων πιστεύει πως η Μαύρη Θάλασσα αποκαλούνταν αφιλόξενη (Άξεινος Πόντος) προ της ελληνικής αποικιοποίησης, γιατί η διάπλευσή της ήταν δύσκολη και γιατί οι ακτές της κατοικούνταν από άγριες φυλές, και πως το όνομα άλλαξε σε φιλόξενη όταν οι Μιλήσιοι αποίκησαν την περιοχή, καθιστώντας την μέρος του ελληνικού πολιτισμού.
Ελλήσποντος είναι το αρχαίο όνομα των Δαρδανελλίων, του πορθμού που ενώνει το Αιγαίο με την Προποντίδα.
Η λέξη ετυμολογείται από το Έλλη+πόντος = η θάλασσα της Έλλης. Ονομάστηκε έτσι από την Έλλη, θυγατέρα του βασιλέως του Ορχομενού Αθάμαντα, που πνίγηκε εκεί, μετά από την πτώση της από το χρυσόμαλλο κριάρι, κατά τη μεταφορά της (μαζί με τον αδελφό της, Φρίξο) προς την Ασία. Το νεότερο όνομα οφείλεται στην αρχαία πόλη «Δάρδανος», που είχε κτισθεί επί της ασιατικής ακτής στο μέσο περίπου του πορθμού.
(Πηγή: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών)
Λέξεις συγγενείς, που χρησιμοποιούμε και σήμερα, είναι το επίθετο πόντιος που σημαίνει ό,τι και το θαλάσσιος (πόντιο ύδωρ, πόντιο πέλαγος, πόντια κύματα, πόντια ακτή κτλ.), και το επίθετο ποντικός που δήλωνε κάθε τι που αναφέρεται στον Πόντο ως γεωγραφική τοποθεσία: ποντικόν τάριχος (=παστό ψάρι ή κρέας), ποντική ρίζα (=γλυκόριζα) και ποντικός μυς.
Τα αρχαία ελληνικά πλοία ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο, αλλά και μέσα από τα Δαρδανέλλια, και πήγαιναν και στον Εύξεινο Πόντο μέσω του Ελλησπόντου. Τα πλοία αυτά πηγαινόφερναν σιτάρι και πολλά άλλα φαγώσιμα. Στα πλοία αυτά –και κοντά στα φαγώσιμα– έμπαιναν και πολλοί μύες, ένα είδος μικρής νυφίτσας της περιοχής του Πόντου. Οι μύες αυτοί όταν έρχονταν στην Ελλάδα λέγονταν ποντικοί μύες = μύες του πόντου, της θάλασσας.
Η λέξη ποντικός λοιπόν –το γνωστό τρωκτικό– προέρχεται από το ποντικός μυς, δηλαδή μυς των πλοίων που διέσχιζαν τις θάλασσες (με παράλειψη του μυςֹ που πέρασε στην αγγλική ως mouse).
Επίσης υπήρχε και το ποντικόν κάρυον, δηλαδή το καρύδι του Πόντου, που εξαγόταν σε μεγάλες ποσότητες από τη συγκεκριμένη περιοχή. Κατά παράλειψη του «κάρυον», το ποντικόν πέρασε στα αραβικά ως bunduq και έγινε fındık στα τουρκικά. Πρόκειται για τη γνωστή μας λέξη φουντούκι που την ξαναπήραμε ως αντιδάνειο από την τουρκική γλώσσα.
Σήμερα χρησιμοποιούμε επίσης τη συχνή στον Όμηρο λέξη ποντοπόρος = αυτός που διασχίζει τη ανοιχτή θάλασσα. Έτσι σήμερα έχουμε τα ποντοπόρα πλοία = αυτά που διαπλέουν τους Ωκεανούς, δηλαδή εκτελούν ταξίδια σε όλο τον κόσμο, σε αντιδιαστολή με τα ακτοπλοϊκά και τα πλοία που διαπλέουν κλειστές ή περιορισμένες θάλασσες.
Ομόρριζο και το πολύ εύχρηστο στην αρχαία γλώσσα ρήμα καταποντίζομαι = βυθίζομαι, βουλιάζω στη θάλασσα, και μεταφορικά καταστρέφομαι. Η ίδια ρίζα έδωσε το λατινικό pons/pontis (=γέφυρα), που πέρασε και σε άλλες γλώσσες.
Από το τελευταίο μάλιστα προέρχεται και η λέξη ποντίφικας όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται ο Πάπας της Ρώμης, από το λατινικό pontifex. Η ιστορία της λέξης χάνεται στα βάθη των αιώνων, και συγκεκριμένα μερικά χρόνια μετά τη θρυλική ίδρυση της Ρώμης από τον Ρωμύλο και τον Ρώμο (753 π.Χ.).
Τότε, όταν οι μονάρχες της νέας ακόμη πόλης ασχολούνταν με τις θρησκευτικές τελετές, ο δεύτερος βασιλιάς της Ρώμης, Νουμάς Πομπίλιος, θεώρησε ότι οι διάδοχοί του καθώς θα έπρεπε να ασχολούνται με τον πόλεμο και με τη διακυβέρνηση του κράτους που γινόταν όλο και πιο περίπλοκη, δεν θα ήταν σε θέση να σκέφτονται τα της θρησκευτικής λειτουργίας.
Με αυτή την ιδέα, ο Νουμάς Πομπίλιος ( φωτ. αριστερά) αποφάσισε να αναθέσει τη φροντίδα σε έναν λειτουργό θρησκευτικών τελετών που θα ασκούσε αποκλειστικά θρησκευτικό λειτούργημα. Μετά από πολλή σκέψη, ανέθεσε το αξίωμα αυτό στους pontifices, οι οποίοι ήταν οι επιστάτες της γέφυρας πάνω από τον ποταμό Τίβερη – καθήκον το οποίο την εποχή εκείνη είχε τεράστια πολιτική, στρατιωτική αλλά και θρησκευτική σημασία. Η λέξη pontifex είναι σύνθετη από τις λεξεις pons-pontis (γέφυρα) και facere (κάνω), σχετική με τη δραστηριότητά τους: τη φροντίδα της γέφυρας.
Μερικούς αιώνες αργότερα, ο Ιούλιος Καίσαρ αποφάσισε να αναλάβει το αξίωμα του «αρχιερέα» Pontifex Maximus, «του ύψιστου Ποντίφικα», για να δείξει ότι ήταν επικεφαλής όχι μόνο από πολιτική και στρατιωτική άποψη, αλλά και από θρησκευτική.
Από την εποχή του Αυγούστου και μετά, ο τίτλος αυτός συνδέθηκε με εκείνον του αυτοκράτορα για αρκετούς αιώνες μέχρι τον ερχομό στην εξουσία του Κωνσταντίνου (306 μ.Χ.), ο οποίος καθιέρωσε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Πιστός στην παράδοση των προκατόχων του, ο Κωνσταντίνος συνέχισε για αρκετό καιρό να φέρει τον τίτλο του Ύψιστου Ποντίφικα, πλέον όμως ως εκπρόσωπος του Χριστού.
Ωστόσο, οι Επίσκοποι της Ρώμης δεν άργησαν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους την ιδιότητα του αποκλειστικού αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης, και τελικά να ενσωματώσουν τον τίτλο του Pontifex Maximus – τίτλο που οι Πάπες κατέχουν μέχρι σήμερα.
Η λατινική λέξη «Pontifex» κυριολεκτικά σημαίνει «κατασκευαστής γέφυρας», αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικά περιγράφει τον δημιουργό της γέφυρας μεταξύ Θεών και ανθρώπων.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως υπάρχει και η ομόηχη λέξη πόντος με εντελώς όμως διαφορετική σημασία: το ένα εκατοστό του μέτρου, η μονάδα μέτρησης στους αθλητικούς αγώνες, η μικρή θηλιά κατά το πλέξιμο (π.χ.: μου έφυγε ένας πόντος από τη ζακέτα). Η λέξη αυτή αποτελεί δάνειο από το βενετσιάνικο ponto = αιχμή, άκρη, ακίδα. Από την ίδια ρίζα και η γνωστή μας «σπόντα», που ουσιαστικά σημαίνει το να «κεντίσω», το να πειράξω κάποιον με αιχμηρό τρόπο.
Επιμέλεια: Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς
Φιλόλογος
- Αναδημοσίευση από το rodiaki.gr.