Ένα από τα πιο υπέροχα αγάλματα που έχουν διασωθεί από την ελληνική Αρχαιότητα είναι η Νίκη της Σαμοθράκης. Το σπουδαίο μουσείο του Λούβρου έχει χιλιάδες εκθέματα – από όλα αυτά όμως η Νίκη κατέχει την πιο περίοπτη θέση. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο.
Αυτό το άγαλμα αντικατοπτρίζει την έμφυτη λατρεία που έχει ο άνθρωπος για τη νίκη.
Αν το καλοσκεφτείτε, θα δείτε πως ό,τι κάνουμε κάθε μέρα όλοι μας το κάνουμε επιζητώντας νίκες, μικρότερες ή μεγαλύτερες. Είτε ατομικά, είτε ενταγμένοι σε κοινωνικά σύνολα ή υποσύνολα κάθε είδους, ο σκοπός κι ο μεγάλος μας πόθος είναι η νίκη. Πόσο γλυκιά είναι η γεύση της νίκης, της επιτυχίας!
Στέρεο συμβόλαιο με τη νίκη, βέβαια, δεν μπορεί να κάνει κανένας. Το εφικτό είναι να προσπαθούμε σε κάθε περίπτωση να αυξήσουμε αρκετά την πιθανότητά της. Σε αυτή την κατεύθυνση, ψάχνοντας την έννοια που συνυφαίνεται το περισσότερο με την πιθανότητα της νίκης, αλλά και με την απόλαυσή της, όταν προκύψει, νομίζω πως κατέληξα κάπου. Λοιπόν, η γνώμη μου είναι πως αυτή η έννοια είναι η θυσία. Και θα σας πω πώς κατέληξα σε αυτό το συμπέρασμα. Δηλαδή, στο ότι τα φτερά στο άγαλμα της Νίκης δεν είναι τίποτε άλλο από τις θυσίες που κάνει κανείς, για να την κατακτήσει.
Πρώτα-πρώτα ας δούμε την περίπτωση της πιο μεγάλης νίκης που μπορεί να πετύχει κανείς. Της νίκης απέναντι σ’ έναν αντίπαλο που φαντάζει ανίκητος και δεν είναι άλλος από το θάνατο.
Τη δυνατότητα για την απόλυτη αυτή νίκη μας τη δίνει η Ανάσταση του Κυρίου. Αυτή όμως έρχεται ως επακόλουθο της συγκλονιστική θυσίας Του στο Σταυρό του Μαρτυρίου. Και το πόσο σημαντική είναι η θυσία στην υπόθεση αυτή μπορούμε να το αντιληφθούμε από το πώς αυτή εκλαμβάνεται από τον ενάντιο, τον εξαποδώ που εργάζεται για το αντίθετο, δηλαδή για την ήττα μας. Τίποτα δεν τον ενοχλεί περισσότερο από αυτήν τη θυσία και από το Σταυρό του Κυρίου που του τη θυμίζει. Γι’ αυτό και κάποιοι που τους έχει στο τσεπάκι του και θέλουν το κακό μας, προσπαθούν ύπουλα να βάλουν αυτή τη θυσία σε δεύτερο πλάνο μέσα στη θρησκεία μας. Να μην ακούνε τα παιδιά μας, λέει, για Σταύρωση και για μαρτύρια.
Ακόμα, πόσοι και πόσοι άγιοι, μάρτυρες της θρησκείας μας και της πατρίδας δεν σφράγισαν με τη θυσία τους τις νίκες στους ευγενικούς αγώνες του έθνους μας… Κι αυτών τα μαρτύρια να τα περάσουμε σε δεύτερο πλάνο μέσα στην Ιστορία; Να μην εντρυφούν τα παιδιά μας σε αυτά; Και τι είδους πολίτες να γίνουνε λοιπόν; Άνευροι, υποταγμένοι και γλυκανάλατοι. Ανέτοιμοι για θυσία. Νομίζω πως κι ο τελευταίος προπονητής ποδοσφαίρου στα ερασιτεχνικά έχει περισσότερη σοφία από αυτούς τους ψευτοδιανοούμενους. Αφού αυτός λέει στους αθλητές του την αλήθεια, πως πρέπει να «ματώσουν» τη φανέλα, για να κερδίσουν.
Δείτε και τα φυλλάδια της προπαγάνδας στον πόλεμο που ρίχνει ο ένας αντίπαλος στον άλλο. Τέτοια προπαγανδιστικά φυλλάδια έχουν πέσει πολλά στην ιστορία των μαχών. Κι όλα λίγο ως πολύ γράφουνε το ίδιο πράγμα: Ευγενικοί πολίτες ή στρατιώτες (του αντιπάλου) «αξίζει άραγε να θυσιαστείτε για…;». Δηλαδή, για να μειώσουν την πιθανότητα του αντιπάλου για νίκη, υποσκάπτουν τη διάθεσή του να υποβληθεί σε θυσίες. Αλλά και ο Περικλής στον σπουδαίο επιτάφιο λόγο του με αυτό το ζήτημα δεν καταπιάνεται; Για να εμπεδώσει στους πολίτες της Αθήνας το πνεύμα του νικητή, την «καρδιά του πρωταθλητή» που λένε στον αθλητισμό, αυτό προσπαθεί να τους εξηγήσει. Τους απαριθμεί με ξεκάθαρο τρόπο τους λόγους για τους οποίους αξίζει να θυσιαστούν για την πολιτεία. Και δίνει στους πολίτες κίνητρα πραγματικά, εξηγήσεις λογικές, πρακτικές. Όχι κούφιους συναισθηματισμούς.
Η άρρηκτη σχέση της νίκης με τη θυσία κι από αυτό φαίνεται: Όταν καμιά φορά μας έρχεται κάποια νίκη ανέλπιστη από καθαρή τύχη και κάποια επιτυχία για την οποία δεν θυσιάσαμε και δεν κοπιάσαμε, η χαρά μας είναι επιφανειακή και πρόσκαιρη.
Δεν έχει καμία σχέση με εκείνο το βαθύ αίσθημα της ικανοποίησης, με εκείνο το πανηγύρι των ορμονών και των νευροπεπτιδίων της χαράς μέσα στο κεφάλι μας, μετά από κάποια νίκη που ήρθε μετά από αγώνα και θυσίες.
Το θυσιαστικό φρόνημα νομίζω πως πρέπει να το καλλιεργούμε στα παιδιά μας. Όχι μόνο για να έχουν τη νοοτροπία του νικητή σε κάθε τους αγώνα και προσπάθεια – και για άλλους λόγους. Πρώτα-πρώτα, για να μάθουν να ξεχωρίζουν τους πραγματικούς φίλους στη ζωή. Γιατί τον πραγματικό φίλο μόνο εκεί τον καταλαβαίνεις. Όταν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ένα κομμάτι από το δικό του συμφέρον για σένα. Όπως κι αν μεταφράζεται αυτό, σύμφωνα με τις δυνατότητές του και τις συνθήκες. Αλλιώς, είναι απλώς ένας γνωστός. Μια παρέα, ευχάριστη ίσως, αλλά όχι πραγματικός φίλος. Κι αν μάθουν να κρίνουν με αυτό το κριτήριο την πραγματική φιλία, θα γλιτώσουν από πολλά μπερδέματα και παθήματα από δήθεν φίλους κι από λυκοφιλίες μέσα στη ζωή τους.
Αλλά και για έναν ακόμα λόγο είναι το θυσιαστικό φρόνημα πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο. Για να έχει στη βιωτή του εσωτερική ηρεμία και γαλήνη. Το θυσιαστικό φρόνημα είναι η πεμπτουσία τού «αγαπάτε αλλήλους». Η πεμπτουσία της καθημερινής προσφοράς στον συνάνθρωπο. Κι αυτή είναι που γεμίζει το μέσα σου με μια όμορφη συναισθηματική αυτάρκεια και ασφάλεια. Ακούω αυτό που λένε συνέχεια πολλοί στις μέρες μας: «έχω μέσα μου ένα κενό». Τρέχει πολύς κόσμος στις ψυχαναλύσεις και ψάχνει να βρει τρόπους για να το γεμίσει αυτό το κενό. Πασχίζει να το γεμίσει με διασκεδάσεις, ηδονές και απολαύσεις διάφορες. Προσπαθεί να το γεμίσει με περισσότερο χρήμα, με αποκτήματα υλικά. Βλέπεις τον άλλον να έχει σαράντα δισεκατομμύρια και να χτυπιέται να τα κάνει σαράντα ένα. Για να γεμίσει «το κενό». Μα αυτό το κενό δε γεμίζει έτσι. Είναι σαν μαύρη τρύπα, βαρέλι άπατο, ο πίθος των Δαναΐδων. Δεν γεμίζει ποτέ.
Κάντε μια μικρή θυσία από το χρόνο σας και τη βολή σας την καθημερινή. Μοιραστείτε λίγη από τη χαρά του αδερφού σας, απαλύνετε με λίγα λόγια καρδιακά τη λύπη του.
Δώστε του λίγη χαρά με όποιον τρόπο το μπορείτε. Κάντε τον να νιώσει λίγο σημαντικός. Τονώστε του την αυτοπεποίθηση. Κόψτε λίγο από το δικό σας θέλημα και το συμφέρον για χάρη του. Θα δείτε τότε που πάει αυτό το «κενό». Κάντε το. Και πετάξτε τότε με τα φτερά της Νίκης.