Ήταν 16 Οκτωβρίου 1949 όταν ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βουκουρεστίου μετέδιδε διάγγελμα του Νίκου Ζαχαριάδη με το οποίο ο Γενικός Γραμματέας έκανε γνωστό ότι «ο Δημοκρατικός Στρατός δεν κατέθεσε τα όπλα, μονάχα τα έθεσε παρά πόδα».
Αυτό το «παρά πόδα» του Ζαχαριάδη συζητείται ακόμη και σήμερα. Η πολιτική τού «όπλου παρά πόδα», δηλαδή η πολιτική θέση της ηγεσίας πως αυτό που συνέβη τον Αύγουστο του 1949 στον Γράμμο επρόκειτο για προσωρινή υποχώρηση μέχρι να διαμορφωθούν οι όροι για μια νέα αντεπίθεση, περνάει από γενιά σε γενιά και φθάνει μέχρι σήμερα εν είδει καθημερινής απειλής. Φρόντισε να μας το θυμίσει, με τον τρόπο του, ο γραμματέας της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Για τον Φλωράκη το «όπλο παρά πόδα» σήμαινε όχι ότι «δεν θα το αφήσουμε ποτέ κάτω γιατί θα συνεχίσουμε τον Εμφύλιο, αλλά γιατί πια δεν μαχόμαστε».
Ο Λεωνίδας Κύρκος λίγο πριν πεθάνει είπε το περίφημο «ευτυχώς που δεν κερδίσαμε τον Εμφύλιο». Τα ίδια λόγια έγραψε νωρίτερα στο βιβλίο του Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι ο Τάκης Λαζαρίδης, ο εικοσάχρονος νέος που καθόταν στο ίδιο εδώλιο δίπλα στον Νίκο Μπελογιάννη και δεν εκτελέστηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του.
Τα «πέτρινα χρόνια» δοκιμάστηκαν οι ανθρώπινες συνειδήσεις σκληρά. Είναι αυτά τα χρόνια που διαμορφώθηκε η εικόνα του διωκόμενου-ηττημένου αριστερού. Η αρχαία ψυχή δεν μπορούσε να αποδεχθεί το κυνήγι, μέχρι εξευτελισμού, του ηττημένου μιας εμφύλιας τραγωδίας, ούτε και τους διώκτες του, που δεν ήταν τόσο οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι της άλλης πλευράς, όσο οι συνεργάτες των Γερμανών που εν είδει χαμαιλέοντα επιβίωσαν και με το νέο καθεστώς.
Αυτή την ιστορική αδικία που έχει να κάνει με τους συνεργάτες των Γερμανών δεν μπόρεσε να αποδεχθεί η θεία δίκη, και από τότε η χώρα και ο λαός της βρίσκονται σε μια διαρκή τιμωρία: το εμφυλιοπολεμικό σύνδρομο δεν ξεπεράστηκε και δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεραστεί, παρά τις προσπάθειες που έκανε η γενιά που βίωσε την τραγωδία. Οι επόμενες δύο, η μεταπολιτευτική και η σημερινή, βιώνουν την ιστορία ως φάρσα.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένα ολόκληρο ρεύμα που διαμορφώθηκε μεσούσης της κρίσεως και έδωσε τη νίκη στο ΣΥΡΙΖΑ θα συγκροτούνταν στη βάση των ίδιων παλιών συνθημάτων περί συνεργατών των Γερμανών.
Ψευδώς, σήμερα. Διότι δεν μπορεί το υπόλοιπο 65% του ελληνικού λαού να είναι «γερμανοτσολιάδες». Στην ουσία, το ποσοστό που απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν δάνειο. Η δυναμική του φαίνεται να συρρικνώνεται στο ποσοστό που μπορεί να διαχειριστεί, το 4% , όταν κάθε σέχτα ονειρευόταν πως θα καταλάβει τα χειμερινά ανάκτορα.
Ο ηγέτης τους προσβλήθηκε απροκάλυπτα από τον γερμανικό σκληρό πυρήνα, και επειδή είναι και πρωθυπουργός, η προσβολή απευθύνθηκε και προς εμάς. Η ειρωνεία είναι ότι όσοι διαλαλούσαν την υπερηφάνειά τους όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν, ποιούν τους καθολικούς καλόγερους σήμερα, ονομάζοντας το κρέας ψάρι. Δεν υπάρχει πρόβλημα, δήλωσαν «κύκλοι» όταν ο Σόιμπλε εκστόμιζε εκείνο το «είναι η εφαρμογή, ανόητε». Το οποίο και θα μείνει στην ιστορία και θα κατατρύχει τον άπειρο –πλην υπερφιλόδοξο– πρωθυπουργό. Υπάρχει μεγαλύτερη υποταγή στους Γερμανούς από αυτήν; Πού είναι τα «υπερήφανα» φερέφωνα της νέας εξουσίας; Αφού εν ονόματι της επανάστασης και του αντιεξουσιασμού επανήλθαν ή κατέλαβαν τις θέσεις εξουσίας, δεν έχουν λόγο να ασχολούνται με αλλότρια πλην της νομής της.
Ένας λοιπόν από αυτούς –και μάλιστα χαρακτηριστική περίπτωση– που πιστεύουν πως η ανθρωπότητα τους οφείλει, είναι και ο γραμματέας της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος μεγάλωσε με το εμφυλιοπολεμικό μίσος που του εμφύσησε η οικογένειά του. Οι αγώνες ως πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για διορισμούς (έστω και μετακλητούς) στο Δημόσιο, και το μίσος ως αναπαραγωγή του διχασμού που μας βολεύει.
Δεν είναι, δυστυχώς, ο μόνος. Αλλά προσφέρθηκε μόνος του ως παράδειγμα. Ολόκληρη η κυρίαρχη ιδεολογική σκέψη στο κυβερνών κόμμα διακατέχεται από την αντίληψη πως με την «πρώτη φορά Αριστερά», «ήρθε η σειρά μας».
Μόνο που πολλοί δεν θέλουν να εκληφθεί αυτό ως Αριστερά. Θα προτιμούσαν την ανιδιοτελή Αριστερά του Μπελογιάννη και του Μπάτση, για παράδειγμα, και πολλών ανώνυμων αγωνιστών, που τους συνήγειρε η αγάπη προς τον άνθρωπο και την πατρίδα. Από αυτήν την Αριστερά έχει ανάγκη ο τόπος και ο ελληνικός λαός, αλλά η αριστερά αυτή είναι Γολγοθάς και δεν ταιριάζει στους σημερινούς εξουσιομανείς που την καπηλεύονται.
Αυτή η Αριστερά, ακόμη και μετά την ήττα της, επιχείρησε να συμβάλει, παρά την αντίθεση των πραγματικών γερμανοτσολιάδων, στην ανάπτυξη της πατρίδας αλλά (ίσως και γι’ αυτό) αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα. Διότι ο αποκαλούμενος με δύο λέξεις «ξένος παράγων» μπορεί να ήθελε –και να θέλει– μια ελληνική εδαφική επικράτεια, αλλά χειραγωγημένη πολιτικά και οικονομικά. Αυτή η Αριστερά συνέπλεε ως προς τον πατριωτισμό της με τις άλλες πατριωτικές δυνάμεις. Και συναντήθηκαν και συμπολέμησαν.
Από αυτήν τη μέγγενη δεν πρόκειται να απελευθερωθούμε αν δεν αποκτήσουμε μια πατριωτική – και όχι ταξική– συνείδηση ότι πρέπει να υπάρξουμε. Ο πατριωτισμός ενώνει. Οι ταξικές αντιπαραθέσεις διχάζουν. Ας εξέλθουμε της κρίσης αλώβητοι και με ακέραιη την εδαφική επικράτεια (κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο), και μετά ο καθένας δίνει τη δική του πολιτική και ιδεολογική μάχη από όποιο πεδίο βλέπει τις εξελίξεις. Ούτε οι τάξεις εξαλείφονται ούτε παραδίδουν τους αγώνες για το συμφέρον των μελών τους. Χρειαζόμαστε όμως αυτήν τη στιγμή αξίες που να ενώνουν και να μην διχάζουν.
Και τέτοια είναι η έννοια της πατρίδας. Την επεξεργάζεται καλά ο Σάββας Καλεντερίδης στο βιβλίο του «Κρίση και πατριωτισμός».
Όταν απειλήθηκε, ο Ζαχαριάδης ζήτησε από τον Μεταξά να απελευθερώσει τους κομμουνιστές από τις φυλακές για να πολεμήσουν στα βουνά της Αλβανίας. Και αυτό έγινε. Σήμερα η διακύβευση δεν είναι άμεσα στρατιωτική, αλλά πολιτικοοικονομική. Και η μάχη αυτή δεν κερδίζεται με διχαστικές αναφορές στο παρελθόν ή με την ιδιοτέλεια της επίκλησης των προγονικών αγώνων. Το μέλλον διαμορφώνεται και χρειάζεται διαρκή και ενωτική προσπάθεια για να το παρακολουθήσουμε.
Με τον Ζαχαριάδη ξεκινήσαμε, στον Ζαχαριάδη καταλήξαμε. Όλα όμως έγιναν, και όλοι αγωνίστηκαν για την πατρίδα. Τι είναι η πατρίδα; Αυτό που είπε ο Ελύτης: «η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στην ύλη». Ας την προβάλουμε, λοιπόν. Η ιστορία είναι γεμάτη ανάλογα παραδείγματα.