Λέγεται ότι οι Πόντιοι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από το χωριό Λιβερά της ορεινής Τραπεζούντας, ανάμεσα στα λιγοστά αντικείμενα που πήραν μαζί τους ήταν εγκόλπια και περικεφαλαίες των Μομό’ερων. Γνωστό και ως Κοτσαμάνια (από την τουρκική λέξη «κοτσαμάν’», που σημαίνει «μεγαλόσωμοι άντρες»), το έθιμο που μεταφέρθηκε από την πατρίδα αναβιώνει, στην παραλλαγή της Λιβεράς, σε οκτώ χωριά του νομού Κοζάνης· ένα από αυτό είναι και ο Τετράλοφος.
Οι Μωμόγεροι βγαίνουν στα χωριά της Κοζάνης ανελλιπώς από το 1924. Ελάχιστες είναι οι χρονιές που το έθιμο δεν έχει αναβιώσει μέσα στο Δωδεκαήμερο – εξαίρεση ήταν ο πόλεμος του ’40.
«Έχει μπει στο πετσί μας», λέει ένας από τους άνδρες του χωριού που και φέτος φόρεσε τη φουστανέλα του Μωμόγερου. Για δύο μέρες, ανήμερα και την επομένη των Χριστουγέννων, η χορευτική, η θεατρική και η μουσική ομάδα των Μωμόγερων συμμετέχει (και προκαλεί) ένα ατελείωτο γλέντι.
«Όλη τη χρονιά προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό. Το χωριό ζει γι’ αυτό. Είναι κάτι που το έχουμε κληρονομήσει από τους παππούδες μας και πιστεύω ότι θα το μεταδώσουμε και στα παιδιά μας», δηλώνει ο «γιατρός» της ομάδας.
Μπορεί στο έθιμο την προσοχή να συγκεντρώνουν οι φουστανελοφόροι, ο Διάβολον που πειράζει κυρίως τον Γέρον και τη Γραία, οι Νύφες και ο Γιατρόν, ωστόσο στο έθιμο συμμετέχουν όλοι όσοι βρίσκονται στον Τετράλοφο – μικροί και μεγάλοι, από 12 έως 90 ετών. Οι μεγαλύτεροι δίνουν ευχές: μια γιαγιά που λιαζόταν στο μπαλκόνι σηκώνεται από την καρέκλα της. Οι Μωμόγεροι πηγαίνουν από κοντά, την χαιρετούν διά χειραψίας και εύχονται «χρόνια πολλά και καλά, θεία».
Οι θεατές πάλι, αφού έχουν απαντήσει στα πειράγματα, στο τέλος έχουν τον δικό τους ρόλο: πιάνονται στον κύκλο και χορεύουν ως το πρωί.