Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπως και τα Χριστούγεννα, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Έβγαιναν συνήθως κατά παρέες δύο, τριών ή περισσότερων ατόμων, και αντί για τρίγωνα κρατούσαν λύρες και καράβια τα οποία στόλιζαν με διάφορα στολίδια. Κάθε ομάδα παιδιών προσπαθούσε με απλά υλικά να φτιάξει το πιο όμορφο καράβι έτσι ώστε να εντυπωσιάσει τους νοικοκυραίους και να λάβει τα πιο πολλά παινέματα.
Στην Τραπεζούντα, κρατώντας πολύχρωμα φανάρια, τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα «Αρχηµηνιά κι αρχή χρονιά, κι αρχή καλός µας χρόνος».
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τραγουδούσαν επίσης και «Του σκλάβου το καράβι», που βασίζεται σε ένα λόγιο ποίημα στο οποίο περιγράφεται πώς αρματώνουν οι πόλεις του Πόντου το καράβι της ελευθερίας.
Σε μερικά χωριά του Πόντου την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά καβαλώντας κλαδιά από μηλιά, έμπαιναν θριαμβευτικά στο σπίτι φωνάζοντας: «Χριστούγεννα και κάλαντα και Φώτα και καλός καιρός και καλοχρονία και καλοκαρπία και να ζουν ο πατέρας και η μητέρα και όλοι οι σπιτιανοί», και ο νοικοκύρης τούς έδινε φιλοδώρημα.
Τα κάλαντα στον Πόντο δεν ήταν προνόμιο μόνο των παιδιών, αλλά και των μεγάλων. Σε μερικά μέρη ο αρχηγός της οικογένειας, άντρας ή γυναίκα, «εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’», σκόρπιζε δηλαδή διάφορους καρπούς μέσα στο σπίτι και έψελνε «Άµον το ρούζ’νε αούτα τα καλά, αετσ’ πα να ρούζ’νε απές΄ σ΄οσπίτ΄ ν΄εµουν τ΄ευλοΐας και τα καλοσύνας».
ΑΡΧΗ ΚΑΛΑΝΤΑ
Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου
Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου
Αρχή μήλον έν’ κι αρχή κυδών έν’
Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον
Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν
Για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα – καλέ μ’ αφέντα
Έρθαν καλά παιδία ’ς σην πόρταν – και ξαν ’ς σην πόρτα σ’
Άψον το κερί σ’ κι έλα ’ς σην πόρτα σ’
Χα μηλόπα, χα ξερά τζιρόπα – ξερά τζιρόπα
Χα ξερά, μαύρα κοκκυμελόπα – κοκκυμελόπα
Χρόνια πολλά, πάντα και του χρόνου!