Στο ταξίδι που έκανα πρόσφατα στον Καύκασο επισκέφτηκα το αμιγές ελληνικό χωριό Κράσναγια Πολιάνα στην περιοχή της ολυμπιακής πόλης Σότσι. Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα διατηρούνται σε άριστη κατάσταση μερικά από τα σπίτια των ιδρυτών του πρώτου οικισμού. Μπροστά σε ένα από αυτά έγινε η συνάντησή μου με την Ιωάννα Ξαντίνοβα, που σύντομα θα γίνει 90 ετών.
Το σπίτι της Ιωάννας Ξαντίνοβα
Οι πρώτες συναντήσεις
Η κοντινότερη πόλη στο χωριό Κράσναγια Πολιάνα με το τρένο είναι η Άντλερ. Κατά την άφιξή μου στον σιδηροδρομικό σταθμό εκεί με περίμεναν δυο κλασικοί νεαροί Πόντιοι του Καυκάσου, πραγματικοί Έλληνες πατριώτες. Ο Ιβάν Ανανιάδης και Γιάννης Ζαγγελίδης. Γιάννηδες και οι δύο δηλαδή… Μαζί με ξενάγησαν στα πιο ελληνικά σημεία του χωριού. Τα βασικότερα αξιοθέατα που τράβηξαν τη προσοχή μας ήταν το κτίριο του ελληνικού σχολείου (άλλαξε χρήση το 1938), η ελληνική εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και τα σωζόμενα μέχρι τις μέρες μας ελληνικά αρχοντικά.
Ιβάν Ανανιάδης, Βασίλης Τσενκελίδης και Γιάννης Ζαγγελίδης στο προαύλιο του ελληνικού σχολείου
Το σχολείο ευτυχώς διατηρείται σε άριστη κατάσταση και φιλοξενεί τις κρατικές υπηρεσίες. Η εκκλησία καταστράφηκε κατά τη σοβιετική περίοδο και ξαναχτίστηκε τη δεκαετία του 1990. Τα σπίτια όμως παραμένουν στα χέρια των ντόπιων Ελλήνων παρά τις αλλεπάλληλες διώξεις στο παρελθόν.
Η Πόντια γιαγιά του χωριού
Πλησιάζοντας σε ένα από τα ελληνικά αρχοντικά της Κράσναγια Πολιάνα αντίκρισα από μακριά στο κατώφλι του μια παραδοσιακή Πόντια γιαγιά. Σκηνικό πολύ γνώριμο σε μένα, που μου φέρνει αναμνήσεις. Μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους οι Πόντιες γριούλες στον Πόντο, στην Ελλάδα, στον Καύκασο, ακόμα και στα μακρινά μέρη όπως το Καζακστάν.
Η γιαγιά Ιωάννα μίλησε στο pontos-news.gr για τη ζωή της, για την εξορία στην Ασία και για τον γάμο της με έναν εξόριστο Γερμανό της Ρωσίας, που έφερε το ελληνικό όνομα Αλέξανδρος.
«Αρχίζω και ξεχνάω τα ελληνικά. Όλοι εδώ μιλούν ρώσικα πια. Πολλές οικογένειες είναι μικτές. Οι Έλληνες με τους Ρώσους. Αυτό το σπίτι είναι το πατρικό μας, εδώ ζούσαν οι παππούδες μας. Το μισό είναι δικό μου και το άλλο μισό ενός εξαδέλφου. Τέτοια σπίτια δεν μείναν και πολλά στο χωριό. Τα τελευταία χρόνια στο χωριό ήρθαν και νέοι κάτοικοι από άλλες περιοχές της Ρωσίας. Με την προετοιμασία για τους [Χειμερινούς] Ολυμπιακούς αγώνες του 2014 ο πληθυσμός του χωριού πολλαπλασιάστηκε. Οι Έλληνες δεν είναι πια πλειοψηφία. Επόμενο είναι να αφομοιωνόμαστε. Η δική μας οικογένεια έχει ζήσει δύο εκτοπισμούς από τις σοβιετικές αρχές: Το 1942 είχαμε εξοριστεί στο χωριό Ασακάροβκα του Βόρειου Καζακστάν, όμως γυρίσαμε. Από το 1945 ως το 1949 ζήσαμε εδώ και εξοριστήκαμε ξανά στο Καζακστάν. Η δεύτερη επιστροφή έγινε το 1953. Ήμουν ήδη παντρεμένη. Έχω τέσσερα παιδιά, αγόρια. Τρία από αυτά είναι δικά μου. Μεγάλωσα και το παιδί της μακαρίτισσας της αδελφής μου. Δεν τους ξεχωρίζω. Τα παιδιά προσπάθησαν να μετακομίσουν στην Ελλάδα, όμως η ζωή στο χωριό μας τους εκφράζει περισσότερο. Είναι πιο εύκολο να βρουν δουλειά εδώ κιόλας.
Η Ιωάννα Ξαντίνοβα με τον υπογράφοντα
» Είχα κι έναν πολύ αξιόλογο άντρα, που πέθανε. Ήταν Γερμανός της Ρωσίας. Μαζί του έζησα 45 χρόνια. Στο χωριό έχω και συγγενείς και φίλους. Με τις φιλενάδες μαζευόμαστε συνέχεια. Λίγες βέβαια απομείναν εν ζωή».
Η γιαγιά Ιωάννα μιλούσε ποντιακά. Στη αρχή δυσκολευόταν, όμως πολύ γρήγορα θυμήθηκε τις γνώριμες λέξεις της μητρικής γλώσσας. Μιλώντας για τον σύζυγό της είπε μια χαρακτηριστική ποντιακή φράση «Εγώ Ρωμαίον κ’ επαίρα». Δεν πήρε Έλληνα για σύζυγο η Ιωάννα Ξαντίνοβα. Όμως στην Κράσναγια Πολιάνα και μη Έλληνες κάτοικοι μάθαιναν την ποντιακή. Ακόμα και πριν από είκοσι χρόνια δεν μιλιόταν άλλη γλώσσα στο χωριό. Τώρα βέβαια ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας δεν γνωρίζουν τη γλώσσα των γονιών τους.
Η εκκλησία του Αγ. Χαραλάμπους
Η Ιωάννα Ξαντίνοβα παρέμεινε στον τόπο των παππούδων της. Δίπλα στα βουνά του Καυκάσου και τη Μαύρη θάλασσα. Ήταν πολύ φιλική μαζί μας και μας κάλεσε να ξαναπεράσουμε από το σπίτι της. Της έλειπε μια κουβέντα στα ελληνικά. Στην ηλικία της δεν βρίσκονται και πολλοί συνομιλητές συντοπίτες που κατέχουν σε ικανοποιητικό βαθμό την ποντιακή διάλεκτο. Η συνάντηση μαζί της άφησε όμορφες αναμνήσεις αλλά και μια πίκρα για έναν ακόμα ελληνικό τόπο που τείνει να χαθεί με τον καιρό.