«Τα παιδικά μου χρόνια ούτε να τα θυμάμαι θέλω…» λέει η Παρθένα Σισμανίδου διηγούμενη τις δραματικές αναμνήσεις της στο pontos-news.gr (Μέρος B΄)
Του Βασίλη Τσενκελίδη*
Η Παρθένα Σισμανίδου (Μικροπούλου) γεννήθηκε στην πόλη Κερτς της Κριμαίας στις 16 Νοεμβρίου του 1927. Σήμερα η 87χρονη Ελληνίδα από το Παντικάπαιον της θρυλικής Ταυρίδας ζει στο Νέο Φάληρο. Συγκινημένη από τις αναμνήσεις μιας ζωής, μου διηγήθηκε γεγονότα που σημάδεψαν τη μοίρα όλης της οικογένειάς της από την Τραπεζούντα του Πόντου.
Η Παρθένα Σισμανίδου (κρατώντας την εικόνα – οικογενειακό κειμήλιο) σήμερα, με την οικογένειά της στο σπίτι της στο Νέο Φάληρο
Οι δοκιμασίες του πατέρα της Παρθένας Κωνσταντίνου Μικρόπουλου και της μητέρας της Ανθούσας Πεσεκτσίδου δεν ολοκληρώθηκαν με το τέλος της τραγικής περιόδου, του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Γενοκτονίας στον Πόντο. Τους περίμενε η πολυτάραχη ζωή στη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση και άλλοι θάνατοι παιδιών…
Μετά την κατάληψη της Κριμαίας από τους μπολσεβίκους η περιουσία του Κωνσταντίνου κατασχέθηκε υπέρ του κράτους. Τα λεφτά που μάζευε εννέα χρόνια, με τόσο κόπο, έχασαν την αξία τους. Με τα παλιά χαρτονομίσματα το ζεύγος Μικρόπουλου άναβε το σαμοβάρι.
Ο Κωνσταντίνος και η Ανθούσα, προσπαθώντας να ξεχάσουν το χαμό των παιδιών τους και να διορθώσουν την οικονομική τους κατάσταση, έφυγαν από την πόλη Μπερντιάνσκ στην πόλη Κερτς της Κριμαίας. Ο Κωνσταντίνος βρήκε εργασία σε έναν μεγάλο κρατικό φούρνο. Εκεί εργάστηκε ως το 1942, μέχρι την εξορία των Ελλήνων του Κερτς στην Κεντρική Ασία. Το ζεύγος προσπάθησε να βρει το ρυθμό του. Στη θέση των πέντε παιδιών που χάθηκαν στον Πόντο η Ανθούσα γέννησε άλλα πέντε. Όμως η τραγική μοίρα των Ποντίων προσφύγων δεν τους άφηνε να ηρεμήσουν.
Σε ηλικία πέντε ετών, κατά τη διάρκεια μιας απλής χειρουργικής επέμβασης, από ιατρικό λάθος έχασε τη ζωή της η μεγαλύτερη κόρη τους, Παρθένα. Η Ανθούσα όταν είδε πως το παιδί της είναι νεκρό πήγε να τρελαθεί και άφησε τον πέντε μηνών γιο της Θεόδωρο να πέσει από τα χέρια της. Αργότερα σε ηλικία έντεκα ετών πέθανε κι άλλο ένα παιδί, ο Γιώργος. Έμειναν και κατάφεραν να ζήσουν τη ζωή τους μόνο τρία παιδιά: ο Θεόδωρος, ο Ιωάννης (Ιβάν) και η συνομιλήτριά μας Παρθένα, που πήρε το όνομα της άτυχης αδελφής της.
Ο Θεόδωρος και ο Ιωάννης Μικρόπουλος (Καζακστάν, 1952)
Η Παρθένα Σισμανίδου κατά την αφήγησή της ανέφερε και πολλές λεπτομέρειες από τις προσωπικές της αναμνήσεις: «Στην πόλη Κερτς εμείς ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα δυάρι. Η μαμά βοηθούσε τον μπαμπά στην προσπάθεια να κρατήσει σε ένα αξιοπρεπές οικονομικό επίπεδο την οικογένεια. Αυτή πουλούσε στο παζάρι τη “σίνκα” (ένα σοβιετικό υγρό για πλύσιμο ρούχων).
»Ζούσαμε φτωχά, αλλά τα οικονομικά μας κάπως τα φέρναμε βόλτα. Θυμάμαι επίσης πως μικρή πήγαινα στον ελληνικό παιδικό σταθμό. Μετά από αυτό πρόλαβα τα τελειώσω τρεις τάξεις ελληνικού σχολείου. Το 1938 τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως και όλων των μειονοτήτων, απαγορεύτηκαν. Εγώ επειδή ήξερα καλά τη ρωσική γλώσσα κατάφερα να γραφτώ αμέσως στο ρώσικο σχολείο.
»Από εκείνη την περίοδο δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Αλλά όταν ήρθα στην Ελλάδα, το 1990, παρατήρησα πως ήξερα να διαβάζω ελληνικά. Μόνο που θυμόμουν τα 20 γράμματα του σοβιετικού ελληνικού αλφαβήτου, και όχι τα 24 όπως είναι στην Ελλάδα».
Γερμανική κατοχή της Κριμαίας και άλλοι θάνατοι…
Το φθινόπωρο του 1941 στο Κερτς μπήκαν γερμανικά στρατεύματα. Τα σχολεία έκλεισαν λόγω βομβαρδισμών. Πριν εμφανιστούν οι Γερμανοί στρατιώτες στην πόλη, την Παρθένα και τη φίλη της Κατερίνα Σπυρίδου οι γονείς τους τις έκρυψαν σε ένα διπλανό τατάρικο χωριό, όπου ο πατέρας της φίλης της εργαζόταν ως λογιστής. Τα κορίτσια ήταν κρυμμένα για μέρες στα παλαιά λατομεία.
Τα γερμανικά στρατεύματα προελαύνουν στο Κερτς (1941)
Ο χρόνος περνούσε. Άρχισε να χειμωνιάζει. Το κρύο ήταν πολύ δυνατό. Η θερμοκρασία εκείνο το χειμώνα κατέβαινε μέχρι 40 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Από την πόλη έστειλαν τον μεγαλύτερο αδελφό τον Θεόδωρο για να φέρει την Παρθένα και την Κατερίνα πίσω στο σπίτι. Στο δρόμο για το Κερτς τους σταμάτησαν οι Γερμανοί στρατιώτες. Του αγοριού του πήραν όλα τα ζεστά ρούχα και τις μπότες. Η κυρία Παρθένα συγκινήθηκε κατά την αφήγηση:
«Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας ο Θεόδωρος είχε παγώσει από το πολικό κρύο. Κι εμείς βέβαια δεν αντέχαμε και πολύ. Στην πόλη μάς περίμενε μια περίεργη κατάσταση. Εμείς, τα νεαρά κορίτσια, κρυβόμασταν από τους Γερμανούς. Ακούγαμε διάφορα για τη συμπεριφορά τους. Στο υπόγειο μαζί μας έβρισκαν καταφύγιο και οι ενήλικες. Δεν ήταν σπάνιοι οι βομβαρδισμοί. Η μαμά συνέχεια έβγαινε έξω για να δει σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα σπίτια στην περιοχή.
»Εμείς με την Κατερίνα βγάζαμε τα κεφάλια μας έξω από περιέργεια. Δεχόμασταν σκληρές παρατηρήσεις, αλλά αυτό δεν μας σταματούσε. Ο αδελφός μου, ο Ιβάν, μια μέρα χωρίς να μας ειδοποιήσει έφυγε για το μέτωπο. Γι’ αυτόν δεν είχαμε νέα για περίπου έξι χρόνια. Κατά τη διάρκεια των σφοδρών συγκρούσεων ο Ιβάν τραυματίστηκε και μπήκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Τον βρήκαν να είναι θαμμένος στο χώμα μέχρι το κεφάλι. Το 1948 ο ταχυδρόμος, ένας Κιργίζιος, έφερε γράμμα από τον Ιβάν. Ο αδελφός μου μας βρήκε μέσω του προξενείου της Ελλάδας. Αργότερα ο Ιβάν παντρεύτηκε στην Ουκρανία και έφυγε να ζήσει στο Κίεβο. Εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου, δεν έζησε πολλά χρόνια και πέθανε σε ηλικία 47 χρόνων».
Εξορία στα κολχόζ της Κεντρικής Ασίας
«Ο σοβιετικός στρατός ανακατέλαβε το Κερτς», συνέχισε η Παρθένα Σισμανίδου. «Τον Μάρτιο του 1942 στους Έλληνες της πόλης Κερτς δόθηκε προθεσμία τριών ημερών για να προετοιμαστούν για την αναγκαστική έξοδο από την περιοχή. Ύστερα όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, φορτώθηκαν σε τρένα για μεταφορά ζώων. Μέσα σε κάθε βαγόνι ήταν από δέκα οικογένειες. Ένα μήνα διαρκούσε ο δρόμος προς την Ασία. Στην πόλη Μαχατσκαλά του Νταγκεστάν μας επιβίβασαν στο καράβι, και ύστερα πάλι σε τρένο – λίγο καλύτερων προδιαγραφών. Στο τέλος του Απριλίου το τρένο με τους εξορίστους έφτασε στην πρωτεύουσα της Κιργιζίας, την πόλη Φρούνζε. Το επόμενο βήμα ήταν να μας φέρουν στην πόλη Τζαμπούλ του Νότιου Καζακστάν. Ο τελικός προορισμός εν τέλει ήταν τα κολχόζ της Κιργιζίας. Η δική μας οικογένεια έμεινε στο χωριό Μπακιάν. Σε κάθε δωμάτιο έβαλαν από τρις οικογένειες.
»Οι απλοί Κιργίζιοι μας υποστήριξαν αρκετά. Δεν μας άφησαν να πεθάνουμε από την πείνα. Στις πρώτες μέρες οι αρχές μάς έβαλαν στις θέσεις εργασίας κατά τη βούλησή τους. Έτσι, κάτω από αντίξοες συνθήκες, εγώ μια ανήλικη κοπέλα εργάστηκα για έξι χρόνια. Εκτός από τη βασική δουλειά στην κατασκευή των δρόμων, καθαρισμό ποταμιού στην πόλη Ταλάς και επεξεργασία σιταριού, παραχωρήθηκε σε κάθε οικογένεια ως πρόσθετη υποχρεωτική εργασία για το κράτος και ένα εκτάριο γης με καπνά. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Ούτε να τα θυμάμαι θέλω. Εμείς στο χωριό δεν είχαμε ούτε κινηματογράφο, ούτε γιατρό. Αργότερα, όταν μετακομίσαμε δίπλα στην οικογένεια του αδελφού μου Θεόδωρου, στο κολχόζ Κίροβ, κι εκεί στα καπνά δούλευα».
Από το Καζακστάν στην Ελλάδα
Στις 22 Ιανουαρίου του 1950 η Παρθένα παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Σισμανίδη και μετακόμισε για πέντε μήνες στο χωριό Μπαλασαρά. Ήδη ήταν 22 ετών. Μετά ακολούθησαν επτά χρόνια στο χωριό Κίροβκα.
Κωνσταντίνος Μικρόπουλος, Ανθούσα Πεσεκτσίδου (Κίροβκα, Κιργιζία, 1952)
Η οικογένεια Σισμανίδη ήταν και αυτή φτωχή. Ο Παναγιώτης είχε δύο αδελφές. Ο πατέρας τους έφυγε από τη ζωή στο Κερτς, σε ηλικία 37 ετών. Η μητέρα τους απεβίωσε 45 ετών και ο Παναγιώτης την κήδεψε με τη βοήθεια των Κιργιζίων. Κανένας Έλληνας δεν έμενε κοντά. Η αδελφή του η Δέσποινα ήταν στο νοσοκομείο. Εκείνο τον καιρό εξαπλωνόταν ραγδαία η επιδημία του τύφου. Η μικρότερη αδελφή του, η Παρθένα, ήταν μόλις δέκα ετών. Την πρόσεχε μια Ελληνίδα στο διπλανό χωριό Ποκρόβκα. Η Παρθένα Μικροπούλου όταν παντρεύτηκε τον Παναγιώτη πήρε κοντά της και τη μικρούλα αδελφή του. Την πρόσεχε σαν παιδί της.
Στην Κίροβκα η Παρθένα Σισμανίδου γέννησε τρία παιδιά. Τον Ιωάννη, τη Ραχήλ και τον Κωνσταντίνο. Η πενταμελής οικογένεια δεν κατάφερε να ριζώσει στο συγκεκριμένο χωριό και μετακόμισε. Για 33 χρόνια το ανδρόγυνο έμενε στην ξακουστή για τον ελληνισμό της ΕΣΣΔ πόλη Κεντάου του Καζακστάν. Εκεί γεννήθηκε και το τέταρτο παιδί, η Ελένη. Τον Ιούλιο του 1990 η 63χρονη Παρθένα Σισμανίδου με τις οικογένειες των παιδιών της μετακόμισε για άλλη μια φορά στη ζωή της, αλλά αυτή τη φορά στην Ελλάδα.
Δείτε το Β΄Μέρος της αφήγησης της Παρθένας Σισμανίδου:
Διαβάστε εδώ το Α΄ Μέρος: «Ξεριζωμένη Πόντια διηγείται την ιστορία της στο pontos-news.gr (βίντεο)»
_____
*Ο Βασίλης Τσενκελίδης είναι ιστορικός και δημοσιογράφος.