Το γλωσσικό ζήτημα επί κομμουνιστικού καθεστώς και η «λύση» του Στάλιν
Του Βασίλη Τσενκελίδη*
Το 1922 ιδρύθηκε η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Από τα πρώτα χρόνια ζωής της, η ηγεσία του νεοσύστατου κράτους αντιμετώπισε πλήθος ζητημάτων, με βασικότερο το εθνικό. Έτσι προέκυψε και το πρώτο πρόβλημα προς επίλυση, αυτό των εθνικών γλωσσών. Ακόμα και οι λαοί που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν αλφάβητο, αποκτούσαν γραφή. Η προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας να αναδείξει, όπως υποστήριζε, τον πολιτισμό των μειονοτήτων βρήκε ανταπόκριση και σε υποβαθμισμένες περιοχές. Όλοι οι πολίτες είχαν δυνατότητα, έστω και θεωρητικά, να εκφραστούν στη μητρική τους γλώσσα.
Με ενθουσιασμό δέχτηκαν τις αλλαγές και οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης. Για πρώτη φορά, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που ως τότε έφερε κοινοτικό χαρακτήρα, αποκτούσε άμεση σχέση με τους κρατικούς φορείς. Η εξέλιξη αυτή δεν είχε δρομολογηθεί χάριν καλών προθέσεων. Όπως αποδείχτηκε στην πορεία, οι αρχές της ΕΣΣΔ ήθελαν να ελέγχουν ιδεολογικά κάθε γωνιά της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής επικράτειάς τους. Στα εκπαιδευτικά ιδρύματα επιβλήθηκε ενιαίο πρόγραμμα κομμουνιστικού υπόβαθρου. Και αυτό ήταν το πρώτο στάδιο στην αφομοίωση γλωσσών και λαών.
Η νέα ιδεολογία
Στο 16ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1930, την εναρκτήρια ομιλία εκ μέρους των επιστημόνων έκανε ο «πρύτανης» της σοβιετικής γλωσσολογίας Νικολάι Γιάκοβλεβιτς Μαρ.
«Στις συνθήκες της απόλυτης ελευθερίας που δίνει στην επιστήμη η σοβιετική κυβέρνηση», είπε ο Μαρ, «εγώ εργάζομαι για την ανάπτυξη της θεωρίας της γλωσσικής διδασκαλίας. Συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι δυνατή η αποπολιτικοποίηση, ειδικά σε περίοδο ενισχυμένης ταξικής πάλης, στέκομαι σταθερά ως ανανεωμένος αγωνιστής της Επανάστασης στην καλύτερη δημιουργικότητα και υποστηρίζω μια σαφή, επιστημονική, προλεταριακή γενική επιστημονική θεωρία, που πηγάζει από τη γενική γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος» .
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ένωση της γλωσσολογίας και του Μαρξισμού επέτρεψε στον Μαρ να κάνει σειρά… ανακαλύψεων. Δήλωσε π.χ. ότι η γλώσσα δεν είναι τίποτα περισσότερο από εποικοδόμημα στην οικονομική βάση και ως εκ τούτου έχει ταξικό χαρακτήρα. Κοινωνικές επαναστάσεις οδηγούν σε άλματα στην ανάπτυξη της γλώσσας και νέες μορφές ζωής θα δημιουργήσουν μια νέα γλώσσα.
Οι μεγάλες αλλαγές
Στην περίπτωση των Ελλήνων, οι αλλαγές έφεραν την απλούστευση της γλώσσας και τη διεύρυνση του χάσματος με το ένδοξο παρελθόν. Το δίλημμα που γεννήθηκε ήταν αν η γλώσσα που θα διδάσκεται θα είναι η δημοτική ή η ποντιακή διάλεκτος. Υπό την πίεση του Κόμματος, το μεγαλύτερο μέρος των Ποντίων φιλολόγων στήριξαν τη δημοτική.
Ο υποστηρικτής της ποντιακής διαλέκτου στη μορφή με την οποία αναδείχτηκε τον 20ό αιώνα ήταν ο Κώστας Τοπχαράς (Κανονίδης). Από την άλλη πλευρά, αμετακίνητοι στις θέσεις τους προσπαθούσαν να παραμείνουν, στο βαθμό του εφικτού εκείνη την περίοδο, οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, οι οποίοι ακόμα και στις σκέψεις τους δεν μπορούσαν να διανοηθούν την κατάργηση της κραταιάς έως τότε καθαρεύουσας.
Στις 10 Μαΐου 1926, στην Πανσοβιετική Διάσκεψη της ελληνικής διανόησης, ελήφθη απόφαση για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία και την απλούστευση του ελληνικού αλφαβήτου.
Αναφερόμενος στη συγκεκριμένη απόφαση, ο Κώστας Τοπχαράς έγραφε αργότερα: «Το ςπυδεοτερον ι ςιμαςια τι μεταριθμιςις πυ εγεντον ςα 10 τι καλομινα, εν που επλοπιεςεν τιν ορθογραφιαν. Εχαςαμε μονο τα περιςα η κε τα διπλα ξ κε ψ, γιατι κιχαν κανεναν λογον να ιπαρχνε κε ςατο κεκα ικανοπιεθαμε» (Η κύρια σημασία της μεταρρύθμισης που πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου είναι να απλοποιήσει την ορθογραφία. Χάσαμε μόνο περιττά γράμματα και διπλά Ψ και Ξ, καθώς δεν είχαν κανένα λόγο να υπάρχουν, και αυτό μας ικανοποίησε). Η ποντιακή όμως ήταν η επιλογή του.
Τα ελληνικά σχολεία και η ισχυρή αντίσταση της ποντιακής γλώσσας
Οι δάσκαλοι των ελληνικών σχολείων που υποστήριξαν τις καινοτομίες πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο οδηγούν το λαό τους σε κάτι νέο και πιο φωτεινό, ενώ στην ουσία οι ίδιοι ουσιαστικά προετοίμαζαν και επιτάχυναν την αφομοίωση σε ένα ξένο περιβάλλον. Οι τολμηροί πειραματισμοί από ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς με την Ελλάδα, και με φόντο τις μυριάδες των ανθρώπων που είχαν υποστεί πρόσφατα μια φοβερή γενοκτονία στον Πόντο από τους Τούρκους, έδειχναν την προσπάθεια της κεντρικής σοβιετικής εξουσίας να διατηρήσει σε ομιχλώδη κατάσταση τις πραγματικές προθέσεις της.
Την ίδια στιγμή, οι Πόντιοι της Σοβιετικής Ένωσης στο μεγαλύτερο ποσοστό τους εκφράζονταν ελεύθερα στη δική τους γλώσσα, τόσο γραπτά όσο και προφορικά. Κατάφερναν μάλιστα να δημιουργούν και νέες λέξεις. Έτσι, το «ψυγείο» που εμφανίστηκε στην αρχή στα ρώσικα μετατράπηκε σε «κρυογέν».
Η ποντιακή διάλεκτος παρέμενε η γλώσσα του λαού την ώρα που στα σχολεία η δημοτική έπαιρνε τη θέση της καθαρεύουσας. Την ίδια στιγμή, το περιεχόμενο βιβλίων και λογοτεχνικών έργων, που διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία, ήταν διαποτισμένα από το πνεύμα που διαμόρφωνε η κομμουνιστική ηγεσία.
Θα ήταν σκόπιμο να αναφερθώ σε ένα ποίημα προερχόμενο από τις αναμνήσεις της Παρασκευής Πενταζίδη (έτος γέννησης 1926, περιφέρεια Κράσνονταρ), η οποία είχε τελειώσει τρεις τάξεις του ελληνικού σχολείου. Από τα μαθητικά της χρόνια θυμάται:
Εμείς! Τα οχτωβρόπουλα! Εμείς! Τα φανταράκια!
Του Οκτώβρη τα παιδιά!
Τα κόκκινα αστεράκια φορούμε στην καρδιά!
Με λάβαρα! Με τύμπανα!
Στους δρόμους περπατάμε και με ένα βήμα πάμε!
Το λόγο μας τον δίνουμε για να ακουστεί παντού!
Τα λόγια δεν προδίδουμε ποτέ του Λένιν του Παππού!
(Κανονικά οι λέξεις στο ποίημα με τις προϋποθέσεις των δεκαετιών του ’20 και του ’30 έπρεπε να έχουν λιγότερα γράμματα. Για την απλή κατανόηση, ωστόσο, τις καταγράφω έτσι.)
Η δημοτική γλώσσα και η ανεπάρκειά της για λαϊκή χρήση
Ενδιαφέρουσα είναι η εισαγωγή στη γραμματική της ποντιακής διαλέκτου του Κώστα Τοπχαρά, ο οποίος ήθελε τη διδασκαλία της ποντιακής: «Για το ρομεικον το γλοςικον το ζιτιμαν ατορα καλατζεβνε τα πλαιτεα ςτροματα τεργαζομενων» (Για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα τώρα συζητάνε οι πλατιές μάζες των εργαζομένων»).
Ο Έλληνας λόγιος της ΕΣΣΔ στο εγχειρίδιό του «Ι ΓΡΑΜΑΤΙΚΗ ΤΙ ΡΟΜΕΙΚΥ ΤΙ ΠΟΝΤΕΙΚΥ ΤΙ ΓΛΟΣΑΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΝ ΚΟΜΥΝΙΣΤΙΣ, ΡΟΣΤΟΒ ΤΟΝ, 1932» προσπαθεί να δείξει το ενδιαφέρον που προκαλούν οι νέες γλωσσολογικές μεταρρυθμίσεις τασσόμενος ωστόσο υπέρ των ποντιακών.
Χρησιμοποιώντας τον πατριωτισμό των Ποντίων, ένα μέρος της ελληνικής κομμουνιστικής διανόησης υιοθέτησαν ανάλογη στάση. Κατά και την άποψή τους η διδασκαλία θα έπρεπε να διεξάγεται στην ποντιακή διάλεκτο.
Με τον ίδιο τρόπο τοποθετείτο και το προσωπικό της εφημερίδας «Κομυνιςτις» (Κομμουνιστής) στην πόλη Ροστόβ Ντον. Επί του θέματος ο Κώστας Τοπχαράς γράφει: «…τιν διμοτικιν, γλοςαν ζοντανον, αλομος ζοντανον όχι για τεμετερον τι μαζαν, επιδι ςατο τι γλοςαν εκαλατζεβαν κε καλατζεβνε, οχι τα εργαζομενα ρομεικα μαζας τι Σοβ. Συδεζμυ, αλα ι κατομεριτ ι ελινες αφκα ςιν Ελαδαν» (Η δημοτική είναι ζωντανή γλώσσα, αλλά όχι για τις μάζες μας, επειδή η γλώσσα αυτή δεν ομιλείτο και δεν ομιλείται από τις μάζες των εργαζομένων Ρωμιών της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά από τους κατωμερίτες τους Έλληνες, κάτω στην Ελλάδα.)
Οι απλοποιήσεις και οι καινοτομίες των Ποντίων της Σοβιετικής Ένωσης δεν ενθουσίασαν τους ποντιακούς κύκλους στην Ελλάδα και εκτός ΕΣΣΔ, καθώς ισχυρή ήταν η επιρροή της λόγιας στάσης του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Όλη η συζήτηση όμως έκλεισε βιαίως και με τραγικό τρόπο, με την παρέμβαση του Ιωσήφ Στάλιν.
Το 1938 έκλεισαν όλα ελληνικά σχολεία, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα θέατρα και οι εφημερίδες. Φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν όλοι όσοι είχαν σχέση με τα μειονοτικά ζητήματα, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Επικράτησαν μόνον οι γλώσσες των 15 Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ, ο ρόλος των οποίων όμως έμελε σταδιακά να υποβαθμιστεί.
*Ο Βασίλης Τσενκελίδης είναι ιστορικός και δημοσιογράφος