Ισαάκ Λαυρεντίδης – Δεκαεπτά χρόνια από το θάνατο του Σερραίου ευπατρίδη Ποντίου πολιτικού – Ο νοσταλγός του Πόντου
Γράφει ο Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης
Δεκαεπτά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα 14 Ιουνίου, από το θάνατο του ευπατρίδη Πόντιου πολιτικού, του ανθρώπου που έδωσε τα πάντα στην πατρίδα και τους Ποντίους, Ισαάκ Λαυρεντίδη. Οι συνάδελφοί του πολιτικοί τον χαρακτήριζαν εντιμο, σοβαρό, δίκαιο και πατριώτη. Όποιον ρωτούσες, σου έδινε αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Γιατί ο Λαυρεντίδης, ήταν από την πάστα των ανθρώπων που είχαν ζυμωθεί στους εθνικούς αγώνες, και είχαν στιλβωθεί με υψηλά ιδανικά, που αλίμονο, στις μέρες μας λοιδωρούνται από κάποιους, ως να είναι ξεπερασμένα.
Τον γνώρισα το 1973 στην Παμποντιακή Ένωση στην οδό Χαλκοκονδύλη της Αθήνας και έκτοτε γίναμε πολύ καλοί φίλοι με κοινά ενδιαφέροντα και ανησυχίες για τον Πόντο, τους Ποντίους, τα εθνικά θέματα, τη γλώσσα και την ιστορία.
Γεννημένος στο Ορτάκιοϊ του Κυβερνείου Κάρς το 1911, όπου είχε μεταναστεύσει ο παππούς του Αβραάμ το 1878, όπως και δεκάδες χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, που είχαν εποικίσει 20 χωριά της περιοχής. Πρόσφυγας και ορφανός από μητέρα και πατέρα, τους οποίους έχασε στο μεγάλο οδοιπορικό από τον Πόντο στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε με τον αδελφό του Ηλία το 1923 στον Λευκώνα Σερρών. Έμαθε γράμματα με κόπους και στερήσεις. Αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο Σερρών και εν συνεχεία δούλεψε στην εταιρεία δια¬χείρισης υδάτινων πόρων Monks Ulen ώστε να αποκτήσει χρήματα για τις περαιτέρω σπουδές του. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στις Σέρρες.
Το 1940 έσπευσε με χαρά στο προσκλητήριο της πατρίδος, στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών. Κατετάγη στο 19ο Σύνταγμα Σερρών, του συνταγματάρχη Μπαλή και προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή τον Δεκέμβριο του ΄40. Με τον 9ο λόχο που διοικούσε ως υπολοχαγός, πήρε μέρος στην πιο φονική μάχη με τους Ιταλούς στην Εαρινή επίθεση, στο Ύψωμα 731. Απο τους 240 άνδρες της μονάδος του, εμειναν μόνο 80!
Ο ίδιος τραυματίσθηκε σοβαρά στις μάχες δυο φορές. Και οταν ο ανθυπίατρος Λεωνίδας Κουβαράς συνέστησε στον Πόντιο αξιωματικό Λαυρεντίδη να μεταφερθεί λόγω των τραυμάτων του στα μετόπισθεν,εκείνος του απάντησε με λεβεντιά μπροστά στους στρατιώτες του:
“ Μα τι λέτε γιατρέ, γι΄αυτές τις … γραντζουνιές θα αφήσω τον Λόχο; Εμείς στα χωριά μας γνωρίζουμε σοβαρότερους τραυματισμούς στις αγροτικές μας ασχολίες και δεν δίνουμε σημασία…”
Τα λόγια του νεαρού αξιωματικού βύθισαν σε μεγάλη σκέψη τον γιατρό Κουβαρά, αλλά ταυτόχρονα και θαυμασμό για την περιφρόνηση που εδειχνε στον κίνδυνο και στον θάνατο.
Έτσι ο υπολοχαγός Λαυρεντίδης που τιμήθηκε δυο φορές με το χρυσούν αριστείον Ανδρείας, παρέμεινε στην διοίκηση του Λόχου παίρνοντας μέρος στις μάχες που ακολούθησαν, δεμένος με τους επιδέσμους.
Πολέμησε με τους άνδρες του σκληρά έως την συνθηκολόγηση, που τους ανάγκασε να συμπτυχθούν προς τα Ιωάννινα. Στο Μάζι, ενα μικρό χωριουδάκι εξω απο τα Ιωάννινα παρέδωσαν τον οπλισμό τους και ο Λυρεντίδης επι κεφαλής ομάδος στρατιωτών που κατήγοντο απο την Νότιο Ελλάδα ξεκίνησαν πεζή μέσω Καλαμπάκας για την Αθήνα, μετά από δεκαήμερη επίπονη και γεμάτη κινδύνους διαδρομή.
Kατά την διάρκεια της κατοχής ανέπτυξε έντονη πατριωτική και κοινωνική δράση ως μέλος της αντιστασιακής Οργάνωσης -Αναστάσεως του Γένους” (Ο.Α.Γ.) και ως Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής Προσφύ¬γων Σερραίων και άλλων Μακεδόνων, που είχαν καταφύγει στην Αθήνα λόγω Βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Με την εξαίρετο σύζυγο του Ελένη απέκτησαν τρία παιδιά, την Ευγενία, την Ειρήνη και τον Νικόλαο.
Ο Λαυρεντίδης υπήρξε μεγάλος πατριώτης. Οι συμπολίτες του στις Σέρρες τον εστελναν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή αδιαλείπτως, από το 1946 εως το 1990, με το «Λαϊκό κόμμα», τον «Ελληνικό Συναγερμό», την ΕΡΕ και τη «Νέα Δημοκρατία.». Χρημάτισε αντιπρόεδρος της Βουλής και η παρουσία του και η συνέπειά του στο Κοινοβούλιο ήταν υπόδειγμα για τους νεωτέρους του.
Περιττό να γραφεί το τι προσέφερε στους Ποντίους. Δεν εκαμε ποτέ διακρίσεις στους συμπατριώτες του.Βοηθούσε τους πάντες και τεράστια ήταν η συμβολή του στην δημιουργία της νέας Μονής της Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου. Εκεί, κοντά στο ιστορικό μοναστήρι, κείται ο Ισαάκ Λαυρεντίδης, μαζί με αλλες μεγάλες προσωπικότητες του Πόντου, ως θεματοφύλακες των ιερών και των παραδόσεων της φυλής μας.
Τον συνάντησα, χωρίς να ξέρω ότι ήταν η τελευταία φορά, σ’ ένα γραφείο που χρησιμοποιούσε τιμής ένεκεν στη Βουλή όταν είχε αποσυρθεί της πολιτικής. Του είχα δώσει ένα αντίτυπο του βιβλίου μου «Ήρωες και προδότες στην κατοχική Ελλάδα» όπου αναφερόμουν και στη δική του δράση. Τον είδα για πρώτη φορά να βουρκώνει σαν το ξεφύλλιζε. Μου μίλησε για την εποχή εκείνη με τρεμάμενη φωνή. Μετά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η πατρίδα, για τον Πόντο, για τους Ποντίους, βουρκωμένος, λες και τους αποχαιρετούσε…
Μάταια προσπαθούσα να τον πείσω ότι έχει ακόμα μπροστά του πολλά χρόνια για να αγωνιστεί και έχει πολλά ακόμα να δώσει στην πατρίδα… Και όταν τον χαιρέτησα για να φύγω, μου κρατούσε σφιχτά το χέρι, με κοιτούσε στα μάτια λες και δεν θα με ξανάβλεπε… Μετά γύρισε το πρόσωπό του για να σκουπίσει τα δάκρυα του και για να μην τον δουν άλλοι συγκινημένο… Και πράγματι δεν ξαναβρεθήκαμε, αφού μετά από λίγο καιρό έφυγε από κοντά μας. Έκτοτε, σε κάθε προσκύνημα μου στην Παναγία Σουμελά, επισκέπτομαι τον τάφο του γιατί εκεί κοιμάται, συνεχίζω μαζί του την κουβέντα που τότε αφήσαμε στη μέση, ανάβω το καντήλι του μαζί και των άλλων διαπρεπών ποντίων, του Νικολαίδη, του Ελευθεριάδη, του Ζώρα Μελισσανίδη, του Παπανικόλα Παραστατίδη, του Παπαμανώλη του Φωτιάδη, του Βιόπουλου, του Καραμανλίδη, του Κουσίδη του Γερμανίδη και φυσικά του μεγάλου αρχηγού της Επαναστάσεως του 1821 Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Τα έγραψα αυτά με την ευκαιρία των δεκαεπτά ετών από την αποδημία εις Κύριον του αγαπητού μου φίλου, του Πόντιοθ Ισαάκ Λαυρεντίδη. Τα έγραψα για να τον θυμηθούμε. Οι καλοί, οι τίμιοι, οι σοβαροί, οι δίκαιοι και οι πατριώτες, όπως ο Ισαάκ Λαυρεντίδης, πρέπει πάντα να μνημονεύονται! Και να είναι παράδειγμα προς μίμηση.
Αιωνία του η Μνήμη!
Τμήμα σύνταξης
Pontos-News.Gr