Έρχεται η Σάγια την παραμονή των Φώτων. Ένα έθιμο από τη Μικρά Ασία που αναβιώνει και στις μέρες μας.
Στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας, μια από τις μεγαλύτερες Χριστιανικές κοινότητες της περιοχής κάθε γιορτή έπαιρνε ιδιαίτερο νόημα, μέσα από τα λατρευτικά έθιμα και τις δοξασίες των κατοίκων της περιοχής.
Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε “Σάγια”. Διάλεγαν μια μεγάλη κυλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα Ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη:
“Ήρθε η σάγια, την άκουσες;”. Ήταν ημέρα νηστείας η παραμονή των Θεοφανίων. Τα συνηθισμένα νηστίσιμα φαγητά τους ήταν φακές, φασόλια τουρσί, κομπόστες από σταφίδες, δαμάσκηνα ή βερίκκοκα.
Την ίδια μέρα ζύμωναν στα σπίτια τις πίτες των Θεοφανείων.
Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας. Τη φωτιά αυτή έλεγαν “κελεμέν” ή “Φώτων”.
Από νωρίς οι νέοι κουβάλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε: “Ποιος θέλει να ανάψει την φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία”; Πρόσφερε ο καθένας οτι μπορούσε, π.χ. ένα σοινίκι αλεύρι (6 οκάδες), ένα πατμάν σπορέλαιο (6 οκάδες) ή ότι άλλο είχε και τελευταία εκείνος που θα έταζε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει την φωτιά.
Έκανε τον σταυρό του, έλεγε “Κύριε ημών Ιησου Χριστέ” κι έδινε φωτιά σε προσάναμμα από ξερά φύλλα. Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Όλοι αρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε Ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς την Δύση, το Βορρά ή το Νότο, μόνον τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η λαμπάδα, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές, λέγοντας “Κύριε ημών Ιησου Χριστέ”.Μερικοί έπαιρναν από την φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για “γούρι”. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν την στάχτη και την σώρευαν πίσω από το Ιερό της εκκλησίας.
Νύχτα την παραμονή των Θεοφανείων, άνοιγαν τα ουράνια. Θεοφοβούμενοι άνθρωποι έβλεπαν λέει στον ουρανό την βάφτιση του Χριστού. Τα δένδρα, Λεύκες και Ιτιές, κοντά στις βρύσες λύγιζαν τον κορμό τους σαν σε προσκύνημα και έπιναν από τα αγιασμένα νερά της νύχτας εκείνης. Διηγούνται ότι κάποτε μια νεόνυμφη πήγε στη βρύση του χωριού να πιει νερό. Άξαφνα τα κλαδιά μιας Λεύκας που ήταν φυτρωμένη εκεί, έσκυψαν στη βρύση. Ξανασηκώθηκαν και πήραν μαζί τους το τσεμπέρι που φορούσε στο κεφάλι της η νέα. Προσπάθησε να πιάσει το μαντήλι της, αλλά είχε ανεβεί πολύ ψηλά. Την έπιασε φόβος κι έφυγε για το σπίτι της…
Το έθιμο αναβίωσε ο Σύλλογος Καππαδοκών και Μικρασιατών Ν. Ροδόπης “Μέγας Βασίλειος”
Από τους κατοίκους του χωριού συγκεντρώθηκαν ξύλα και τοποθετήθηκαν σε σχήμα κώνου μπροστά στη εκκλησία. Σταυρωτά, σε τέσσερα σημεία, τοποθετήθηκαν προσανάμματα.
Μετά τον εσπερινό διενεργήθηκε από την εκκλησιαστική επιτροπή πλειοδοτικός διαγωνισμός υπέρ του ναού και όποιος προσέφερε τη μεγαλύτερη ενίσχυση, απέκτησε το προνόμιο να ανάψει τη φωτιά στα τέσσερα σημεία του σωρού και ο ιερέας ευλόγησε το σωρό και τον εκλεκτό που άναψε τη φωτιά.
Δημιουργήθηκε μια τεράστια πυρά που φωτίσε όλη την πλατεία και γύρω από τη φωτιά στήθηκε κυκλικός παραδοσιακός τελετουργικός χορός από τους κατοίκους του χωριού.
Προσφέρθηκαν διάφορα νηστίσιμα εδέσματα, όπως κουραμπιέδες και μπακλαβάς με σουσάμι και άλλα εδέσματα από την Καππαδοκία.
Τμήμα σύνταξης
Pontos-News.Gr