Πώς βίωσα τον ξεριζωμό. Η συγκλονιστική εξομολόγηση της Μισαηλίδου Δέσποινας
“Ονομάζομαι Μισαηλίδου Δέσποινα. Γεννήθηκα στο Φίτεξε της Τραπεζούντας. Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Η μάνα μου απέκτησε 11 παιδιά. Τα 4 πέθαναν σε μικρή ηλικία και απέμειναν τα 7.
Αν και ήμουνα πολύ μικρή θυμάμαι σαν όνειρο το όμορφο χωριό μας, τα κρύα και πολλά νερά που υπήρχαν σ’ αυτό. Το σπίτι μας ήταν δυόροφο. Είχε πολλά δωμάτια. Θυμάμαι καθόμασταν τα βράδια κοντά στο τζάκι και η μάνα μας έλεγε ιστορίες και παραμύθια. Έβγαινα παιδί στο δρόμο για να παίξω και θυμάμαι τα τόσο φορτωμένα και όμορφα δέντρα που είχαμε, μηλιές, αχλαδιές κ.ά. Από τα ζώα που είχαμε δεν μας έλειπε ποτέ το βούτυρο, το γάλα κ.ά.
Στο χωριό μας είχαμε από τότε φιλία με τον συγχωρεμένο Τράντα, με την Κανή, με την Τασιζη και με τον Γέρο-Στάθη. Σε ηλικία περίπου 8 χρόνων ακούστηκαν φωνές κακό, το χωριό σηκώθηκε όλο στο πόδι. Οι τσέτες (χωροφύλακες) μπήκαν στο χωριό μας. Σκότωναν, λήστευαν, βάζαν φωτιές στα σπίτια μας χωρίς σταματημό.
Έτσι αρχίνησαν τα βάσανα και η τυραννίες του εξορισμού. (“Αφού εσκόσανε ‘μας ας σο σπίτε ‘μουν επέραμε τη στράτα”). Μας πήραν και μας πήγαν στο Τιερπεκίρ. Πείνα, κρύο, δυστυχία, κόσμος πολύς, όλοι εξορισμένοι από τα σπίτια τους. Εκεί στο Τιερπεκίρ πέθαναν τα αδέλφια μου και οι γονείς μου. Έζησε μόνο ο αδελφός μου ο Φίλιππας και εγώ.
Αφού μείναμε οι δύο μας ο αδελφός μου θέλησε να με δώσει ψυχοπαίδι. Του είπα θα πάω ψυχοπαίδι όμως για λίγο καιρό ώσπου να φύγεις και εγώ θα έρθω μαζί σου όπου κι αν πας. Εγώ ψυχοπαίδι στους Αρμένους δεν γίνομαι. Έτσι με πήρε μια Αρμένισα στο σπίτι τους. Ήμουνα υπηρέτρια. Δούλευα από το πρωί ως το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί. Και εκείνο μου το πετούσαν λες και ήμουνα σκυλί. Έμεινα κοντά τους 5 μήνες. Με πήραν ένα φουστάνι -γιατί αυτό που είχα έλιωσε και όταν ήρθε ο αδελφός μου να με πάρει το πήραν πίσω και μ’ έδωσαν το παλιό.
Με πήρε ο αδελφός μου και αρχίνησε τώρα το μαρτύριο της εξορίας. Τρία χρόνια ολόκληρα ήμασταν από χώρα σε χώρα. Στην Αραβία μείναμε κοντά ένα χρόνο. Η πείνα μας θέριζε. Θυμάμαι τρέχαμε τα παιδιά πιο μπροστά από τους άλλους στο δρόμο που πηγαίναμε, βλέπαμε κάτι να μαυρίζει και τρέχαμε να το μαζέψουμε. Ήταν κοπριές από τα άλογα. Μέσα από τις κοπριές σκαλίζαμε και βγάζαμε τα κριθάρια. Και το βράδυ όταν καθόμασταν ανάβαμε φωτιά με τα χόρτα και ψήναμε τα κριθάρια και τα τρώγαμε. Αυτό για να καταλάβετε τι πείνα περάσαμε. Εύχομαι πουλίμ, ο Θεός να δώσει και όλος ο κόσμος να έχει να τρώει.
Από ‘κει μας πήραν μας πήγαν στη Γαλλία. Μείναμε εκεί τρεις μήνες και από ‘κει μας βάλανε στα βαπόρια και ξεκινήσαμε. Επάνω στο βαπόρι η πείνα άρχιζε πάλι να μας θερίζει. Γύρισα όλο το βαπόρι και έφτασα στον καπετάνιο. Τον παρακάλεσα να μου δώσει κάτι να φάω γιατί πεινούσα. Έβγαλε και μου έδωσε τυρί και ψωμί. Τρεις μέρες έτρωγα από ‘κείνο με τον αδελφό μου. Το βαπόρι σταμάτησε μέσα στη θάλασσα και δεν προχωρούσε. Ο καπετάνιος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Έψαξε όλο το καράβι για να βρει μια κηδεία. Στο τέλος βρήκαν ένα παιδάκι που το είχε κρύψει η μάνα του για να το θάψει στην Ελλάδα. Αφού το δέσανε σ’ ένα σίδερο το πέταξαν στη θάλασσα.
Το βαπόρι τότε ξεκίνησε. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη στο Χαρμακιοκ. Από ‘κει, δε θυμάμαι πόσο καθίσαμε, ήρθαμε με τον αδελφό μου στη Νίψα. Ξαναβρήκαμε τη κανονική ζωή μας. Μεγάλωσα, παντρεύτηκα τον Παπαδόπουλο Φίλιππο. Απέκτησα 3 παιδιά μαζί του. Ο άνδρας μου πέθανε σε ηλικία 30 χρονών. Μετά από 3 χρόνια ξαναπαντρεύτηκα τον Μισαϊλίδη Γεώργιο. Απόκτησα ακόμα ένα παιδί από αυτόν.
Τα χρόνια μας πέρασαν κουτσά-στραβά. Όλα αυτά ήταν γραφτό να τα περάσω. Όλα τα άντεξα έτσι αντέχω και τώρα το θάνατο του γιου μου του Κυριάκου. Μ’ αυτόν τον πόνο που δεν πρόκειται να σβήσει εύχομαι να κλείσουν τα μάτια μου πριν δουν άλλο κακό.
Ζω κοντά στα υπόλοιπα παιδιά μου, εγγόνια και δισέγγονα. Ευχαριστώ και παρακαλώ το Θεό να τους έχει όλους και όλον τον κόσμο καλά.”
Η παραπάνω συνέντευξη δόθηκε στην κα. Σαργιαννίδου Δέσποινα (Πιπίνα) και δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα “Η Νίψα κοντά σας”, στην στήλη ‘Οι Ρίζες μας’ , τον Οκτώβριο του 1991.