Τα Φώτα ή Θεοφάνια ήταν και είναι μια από τις σπουδαιότερες Δεσποτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, με την οποία κλείνει το Δωδεκαήμερο.
Ως γνωστό, η λέξη Φώτα παράγεται από το ουσιαστικό φως και δηλώνει την γιορτή των Θεοφανίων. Η γενική «τη Φωτός» χρησιμοποιείται στην ποντιακή σαν επίρρημα και σημαίνει κατά την γιορτή των Φώτων. Στην Αμισό, Ινέπολη, Οινόη (Ούνγια), Σούρμενα, λέγανε το Φώτισμα, στην Κερασούντα, Κοτύωρα (Ορντού), Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία λέγανε το Φώτιγμαν και στη Χαλδία το Φώτιμαν.
Όλες οι λέξεις είχαν τις σημασίες: λάμψη, βάπτισμα, αγιασμός με το νερό που αγιάσθηκε. Ειδικά η αναφορά στα «Φώτα» σήμαινε τη βάπτιση του Χριστού, ενώ το φώτισμαν, το ράντισμα με αγιασμό. Τα φωτίσα παρέπεμπαν στα βαφτίσια.
Στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Φώτων, γινόταν ο αγιασμός των υδάτων μόνο μέσα στην εκκλησία και πάνω σε μια εξέδρα στολισμένη με κλαδιά. Κατόπιν ο παπάς γυρνούσε στα σπίτια και τ’ αγνίαζε με την αγιαστούρα του, ψάλλοντας το τροπάριο «Εν Ιορδάνη…», ενώ οι πιστοί έριχναν κέρματα «απές σο παρχάτσ’», το οποίο κρατούσε ένας μικρός που συνόδευε τον παπά.
Στον Πόντο, όπως και αλλού άλλωστε, έλεγαν σχετικά ότι αυτήν τη μέρα στον Ιορδάνη ποταμό άνοιξε ο ουρανός, και το Άγιο Φως κατέβηκε σαν πουλί πάνω από το Χριστό:
Σον Ιορδανοπόταμον ο ουρανόν ενοί(γ)εν
Και τ’ Αεφώς άμον πουλίν σον Χριστόν εκατήβεν.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των ποντιακών Φώτων ήταν το μνημόσυνο των νεκρών που γινόταν την Παραμονή της γιορτής. Σε κάθε σπίτι άναβαν τόσα κεριά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας που είχαν εκδημήσει, και ένα για τον ξένο που δεν είχε κανέναν σ’ αυτόν τον κόσμο. Για να μην ξεχνούν οι νεότεροι το χρέος τους στους παλαιότερους, έγκαιρα τους μάθαιναν ένα τετράστιχο με τις βασικές επιθυμίες των τεθνεώτων:
Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και Των Ψυχών κοκκία (κόλυβα)
και την Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλιν δάκρυα!
Τα Θεοφάνια με τον μεγάλο αγιασμό ράντιζαν τα σπαρτά. Στη Σάντα, που την αποτελούσαν επτά ενορίες (γι’ αυτό και ονομαζόταν και «Επτάκωμος»), τα Θεοφάνια η πρωτότοκος κόρη ζύμωνε την «αλυκόν πίταν» από καλαμποκίσιο αλεύρι, κομμάτια της οποίας οι ανύπαντρες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι για να δουν ποιον θα παντρευτούν.
Τα ήθη αυτά και τα έθιμα των Ελλήνων του Πόντου τα παρατήρησαν και τα μελέτησαν πολλοί επιστήμονες, αποδεικνύοντας έτσι τη συνέχεια της παράδοσης από τα παλιά χρόνια στο Βυζάντιο και από το Βυζάντιο στον Πόντο. Οι Έλληνες του Πόντου διασκέδαζαν λοιπόν διατηρώντας τα πανάρχαια ήθη και έθιμα των προγόνων µας, που πίστευαν ότι «Βίος ανεόρταστος, µακρά οδός απανδόκευτος» δηλαδή ζωή χωρίς γιορτές είναι μεγάλος δρόμος χωρίς πανδοχείο.
Η αρχή και το τέλος του Δωδεκαημέρου προσδιορίζονταν από τα κάλαντα και τα Φώτα αντίστοιχα. Εξ ου και η ποντιακή αντίδραση σε κάποιον που έλεγε κοινοτοπίες: «Σ’ έμπαν είν’ τα κάλαντα και σ’ έξ’ τα Φώτα».
Πηγή: tovoion.com