Από το λατινικό calendae (νουμηνία, πρώτη μέρα του μήνα) προέρχεται η λέξη «κάλαντα», που στην ποντιακή διάλεκτο δεν σημαίνει μόνο τα γνωστά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αλλά και την πρώτη μέρα του χρόνου.
Από την ίδια ρίζα βγαίνει και το ρήμα «καλαντάζω» (αόριστος: εκαλαντίασα), που σημαίνει ψάλλω τα κάλαντα. Περιγράφει το έθιμο κατά το οποίο τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και εύχονται:
| «Κάλαντα καλός καιρός, πάντα και του χρόνου». |
Για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς χρησιμοποιείται και το ρήμα «αποκαλαντάζω», με την ίδια σημασία.
Στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, ο Άνθιμος Παπαδόπουλος σημειώνει ότι το «καλαντάζω» σημαίνει επίσης και δίνω δώρα στα παιδιά που λένε τα κάλαντα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η φράση «καλαντάζω το πεγάδιν», που αναφέρεται σε παλιό ποντιακό έθιμο: το βράδυ της Πρωτοχρονιάς άφηναν στο πηγάδι εδέσματα και ξηρούς καρπούς για τη νεράιδα που, σύμφωνα με την παράδοση, κατοικούσε εκεί.
Στην ποντιακή ντοπιολαλιά συναντάμε ακόμη τη φράση «καλαντάζω τα μαλλία μ’», που σημαίνει κόβω λίγο τις άκρες των μαλλιών για να μακρύνουν πιο γρήγορα.
Τέλος, μεταφορικά, η έκφραση «εκαλαντίασα ’τον» χρησιμοποιείται με τη σημασία ότι τον έδειρα καλά.

Έτσι, μια λέξη συνδεδεμένη με τις γιορτές και τις ευχές αποκτά στην ποντιακή διάλεκτο πλούσιες και πολυδιάστατες σημασίες, που κουβαλούν μαζί τους έθιμα, μνήμες και λαϊκές δοξασίες.
















