Η Ανατολή Ερμείδου γεννήθηκε στον οικισμό Τερελί ή Ντερελί Τσαούλ, κτισμένου στο δρόμο Κερασούντας-Σεbίν Καραχισάρ στις όχθες του ποταμού Ακ σού, 21,5 χλμ. νότια της Κερασούντας και μόλις 2,5 χλμ. νοτιοανατολικά της Άκκαγια. Λόγω της θέσης του λειτουργούσε ως σταθμός καραβανιών και για τον σκοπό αυτό διέθετε χάνια.
Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν στους 340 κατοίκους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στους δύο μαχαλάδες της περιοχής. Οι περισσότεροι είχαν μετοικήσει από τις περιοχές Τσαγκάρ, Kürtüν, Σεbίν Καραχισάρ (Γαράσαρης) και μιλούσαν ποντιακά.
Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και μικτό πεντατάξιο σχολείο. Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στο εμπόριο και την εκμετάλλευση των πυκνών δασών της περιοχής, ενώ υπήρχαν και πολλοί τεχνίτες, όπως σιδεράδες, καζαντζήδες, υποδηματοποιοί και κτίστες. Μετά το 1908 αρκετοί από τους κατοίκους του Τερελί που ήταν όλοι Έλληνες μετανάστευσαν στη Ρωσία.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Γεννήθηκα στην Τερελί στα 1887. Ο πατέρας μου ήταν από το Τσαγράκ. Κατέβηκε από ‘κει, εγκαταστάθηκε στην Τέρελη και άνοιξε σιδεράδικο. Ντεμιρτζής ήταν. Έντεκα ψυχές ήμασταν στο σπίτι μας. Στο σχολείο δεν πήγα. «Τα κορίτσια τι τα θέλουνε τα γράμματα;», έλεγε ο πατέρας μου. Βοηθούσα στις δουλειές του σπιτιού. Παντρεύτηκα πολύ μικρή. Δεκάξι χρονώ ήμουνα, δεν ήμουνα. «Να πεθάνει ο άντρας μου», έλεγα, «να πάω στη μάνα μου». Απλοί άνθρωποι ήμασταν, δεν είχαμε πονηριές.
Τώρα, με τον άντρα μου μείναμε στην Τέρελη, Χαράλαμπο Ερμείδη τον λέγανε. Ήταν δάσκαλος και είχε και εμπορικό. Όλα χαθήκανε. Όλα μάς τα πήρανε οι Τούρκοι, όλα. Εκείνο το μαγαζί, όταν είχαμε, είχαμε ένα τσουβάλι ομολογίες. Όλα τα αφήκαμε και φύγαμε. Τον άντρα μου τον σκότωσαν. Ήταν δάσκαλος και σα δάσκαλος πρωτοστατούσε και μάζευαν χρήματα και τα έστελναν εδώ στην Ελλάδα. Ποιος ήτανε εδώ, εμείς δεν ξέραμε.
Λέγαμε Ελλάδα και θαρρούσαμε πως ήταν εκκλησία. Τη σκεφτόμασταν και δουλεύαμε γι’ αυτήν. Γι’ αυτό πιάσανε τον άντρα μου μαζί με άλλους και τον σκοτώσανε ένα-δυο χρόνια πριν την εξορία.
Άι-Βασιλείου παραμονή εμένα, χήρα με τέσσερα παιδιά, με βγάλανε στο δρόμο. […] Με ξεχώρισαν από τους συχωριανούς μου. Αυτοί είχαν άντρες, επαγγελματίες άντρες, που θα δούλευαν για λογαριασμό τους. Εγώ τι να τους κάνω, μια χήρα γυναίκα με τέσσερα ανήλικα μωρά. Νύχτα, παραμονή Άι-Βασιλείου το 1916, κλείδωσα το σπίτι, πήρα μόνο ένα παπλωματάκι, τύλιξα το μωρό μου -τριώ χρονώ κορτσόπον ήτανε-, πήρα και τα άλλα τρία παιδιά μου, τους είπα να με κρατούν από το ρούχο μου για να τρέχουν κοντά μου, έβαλα το κλειδί στην τσέπη και πάνω. Πάγω κι ο τζανταρμάς ξοπίσω ακλουθά να μην τους φύγω. Κι έχω πάντα το μωρό στην αγκαλιά και τ’ άλλα ακολουθούν. […]
Ήταν χειμώνας, ένα μέτρο το χιόνι. Οι στρατιώτες οι Έλληνες το ανοίγανε για να περάσουμε. Εγώ έμενα πίσω, τρεις ώρες πίσω από το σεφκιέτ. Σήκωνα κι έσερνα παιδιά. Κάποτε ο τζανταρμάς με λυπότανε. Έβλεπε τα παιδιά, έπαιρνε ένα στην αγκαλιά του, τ’ άφηνε όμως κοντά στον σταθμό, να μην τον δούνε οι άλλοι και βρει μπελά. Μιαν άλλη μέρα έφτασα πάλι εκεί που ήταν το σεφκιέτ. Τόπος δεν βρέθηκε να κάτσω. Ήταν τα πόδια μου πρησμένα από τον δρόμο. Κάθισα μέσα στα νερά κι έβαλα δίπλα μου και τα μικρά μου παιδιά. Ο Τούρκος, που εγύριζε με το φανάρι, με είδε. Με λυπήθηκε. «Σήκω κακόμοιρη, από τα νερά!». Σηκώθηκα, πήρα και τα παιδιά. Μας πήρε και μας πήγε σ’ έναν αχυρώνα. […]
Μας ανακάτεψαν με άλλα χωριά.
Κάποτε το μωρό μου από την πείνα και το κρύο πέθανε. Το κρύο κορμί του ακουμπά στο στήθος μου. Πορπάναμε, πορπάναμε και το νεκρό παιδί μου το έχω πάντα στην αγκαλιά μου.
Πού να το αφήσω, να μου το φάνε τα σκυλιά. Αργά το βράδον φτάσαμε σ’ ένα ρωμαίικο χωριό. Τέσσερα γρόσια πήρε ένας Ρωμιός και πήγε να το θάψει. Τ’ άφησα και κλαίω… Πορπάναμε, πορπάναμε, πορπάναμε! «Λίγο ψωμόπον, λίγο ψωμόπον», ζητά το αγοράκι μου των δώδεκα χρονών κι εγώ που να το βρω. Βάζω νερό ζεστό στο πιάτο. «Ελάτε, φάτε παιδιά». Αυτά τους έκανα για να τα ξεγελάσω. Και φτάσαμε στην άνοιξη. Κι ανοίγουνε τα δέντρα. Κι εμείς επέσαμε όλοι στα τρυφερά τους φύλλα. Τρώμε τα φύλλα, τρώμε τα χορτάρια. «Σαν τα γίδια πέσανε πάνω στα δέντρα», λέει ο τζανταρμάς, μα δε μας διώχνει.
Ήρθε η άνοιξη και φτάσαμε στο καλοκαίρι. Έπαιρνα ένα-ένα καλαμπόκι, έσπανα πάνω στην πέτρα κι έκανα φαΐ στα παιδιά. Που φύγαμε, περάσαμε από Γαράσαρη, πήγαμε μέσα Σέβας, Αμάσεια, γυρίσαμε πόλεις και χωριά. […]
Δυο Πάσχα κι ένα καλοκαίρι ακόμα κάναμε στα βουνά. Γυρίσαμε στην Κερασούντα με την ψυχή στο στόμα. Είχα χάσει το ένα μου παιδί στην εξοχή, κινδυνεύω να χάσω και τ’ άλλα.
Το ένα ήτανε πρησμένο από τον δρόμο και την πείνα. Μου πέθανε κι αυτό. Ση πλυσιματί το σκαφίδ’ το έβαλα και πήγα και το έθαψα στ’ αρμένικα νεκροταφεία. Τα δικά μας δε χωρούσανε πια…
Σταθήκαμε στην Κερασούντα. Έκανα χαμαλίκι και κοίταζα τα δυο παιδιά μου. Ύστερα ήρθε διαταγή από τον Βενιζέλο να έρθουμε στην Ελλάδα. Δεν πιστεύαμε. «Δευτέρα Παρουσία» λέγαμε, «θα μας ρίξουν στη θάλασσα!». Μ’ ένα τσουβάλι ψωμί μπήκα στο βαπόρι. Φτάσαμε στην Πόλη. Τότε στην Κερασούντα είχανε τον Οσμάν αγά. Ενώ ήμασταν στο λιμάνι, ήρθε και με το τούρκικο βαπόρι του χτύπησε το δικό μας. Δεν άντεξε το πλοίο κι έκανε μεγάλη τρύπα. Οι ναύτες έδωσαν σήμα και ήρθαν και μας άδειασαν.
Μετά, από την Πόλη με ελληνικά πλοία ήρθαμε στην Ελλάδα. Ένα μήνα γυρίζαμε στη θάλασσα. Γεμίσαμε ψείρα κι οι περισσότεροι πέθαιναν. Μας έβγαλαν στο Βίδο, ένα νησάκι στην Κέρκυρα.
Δεκαπέντε πηγάδια είχε και τα στερέψαμε για να πλυθούμε! Και πεθαίναμε κάθε μέρα. Το νησάκι γέμισε μνήματα.
Μια επιτροπή ήταν εκεί κι αποφάσιζε πού να μας στείλει. Η μητέρα μου φρόντισε και έστειλαν στην Αθήνα. Πήγα, αγόρασα ένα αντίσκηνο και ήρθαμε και το στήσαμε. Αρρώστησα. Όταν έγινα λιγάκι καλά, επήγα και δούλευα στα περιβόλια. Ανάστησα τα παιδιά μου. Μετά ξετσουμίσανε κι αυτά, δουλέψαμε και χτίσαμε μόνοι μας παράγκα και μπήκαμε. Ύστερα από είκοσι χρόνια μας έδωσαν αυτά τα σπιτάκια, ένα δωμάτιο και μια κουζίνα έξι άτομα. Από την ημέρα που τα πήραμε, τα εγγόνια μου, μεγάλα, κοιμούνται με τη μάνα και τον πατέρα τους. Εκείνος που τα έχτισε κάθεται μέσα; Ούτε νερό είχαν, ούτε ηλεκτρικό.
















