Το να γράψει κανείς για τον τεράστιο πλούτο της ελληνικής γλώσσας –κατά συνέπεια και των διαλέκτων της, όπως η ποντιακή– αποτελεί σίγουρα κοινοτοπία. Όταν συναντάμε όμως λέξεις όπως ο φταρμέτζης (παράγωγο του ρήματος φταρμί[ζ]ω), δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε.
Κι αυτό γιατί θέλει μάλλον αρκετή φαντασία για να σκεφτεί κάποιος ότι η ρίζα της λέξης δεν είναι άλλη από το «οφθαλμός»!
Από το ουσιαστικό «οφθαλμός», λοιπόν, και το ρήμα «οφθαλμίζω», στο ιδίωμα της Ινέπολης δημιουργήθηκε το φταρμίζω, το οποίο πολύ απλά σημαίνει «ματιάζω». Ο φταρμέτζης ως εκ τούτου είναι εκείνος που ματιάζει, ο βάσκανος, το δε [ο]φταρμοζίχινο είναι το γνωστό ματόχαντρο.
Έγραφε το 1931 ο Κωνσταντίνος Αλεξιάδης στο Αρχείον Πόντου, στο άρθρο του «Προλήψεις και δεισιδαιμονίαι Ινεπόλεως»:
φτάρμισμα (βασκανία) – Δι’ αιφνίδια νοσήματα, των οποίων δεν γνωρίζουν την αιτίαν, λέγουν ότι προήλθον από γλώσσαν ή από μάτι. Και δια τούτο αποφεύγουν να παρουσιάζουν μάλιστα τα βρέφη εις ωρισμένα άτομα εγνωσμένα ως βάσκανα. Προφυλάττουν δε αυτά θέτοντες εις τα θυλάκια σκελίδας σκόρδου μετά κόκκων μαυροσησάμου ή ράπτοντες εις το φόρεμά των χάνδρας κατά της βασκανίας (φταρμοζίνιχα).
Θεραπευτικά μέσα κατά της βασκανίας έχουν τα εξής:
Αποκαπνίζουν τον πάσχοντα με αγιωτικά η αλείφουν το πάσχον μέρος με αγιασμόν. Εάν κατορθώσουν, αποσπούν κρυφίως από το άτομον, το οποίον υποψιάζονται, οιονδήποτε τεμάχιον, ως τεμάχιον υφάσματος, μαλλίου ή άλλου, και αποκαπνίζουν δι’ αυτού τον πάσχοντα.
Λαμβάνουν επτά εν όλω διάφορα τεμάχια, εξ ων τρία κάρφη από τρεις διαφόρους θύρας, τρίχας από την κόμην του πάσχοντος και άλλα, και δι’ αυτών αποκαπνίζουν αυτόν.
Τοποθετούν επί του θυμιατηρίου επτά αναμμένα κάρβουνα, το έν των οποίων σημειούν με το όνομα εκείνου, τον οποίον υποψιάζονται ως βάσκανον. Λαμβάνουν πράσινον χοντροπίνακο, το οποίον πληρούν ύδατος και θέτουν επί των χειλέων αυτού σταυροειδώς ανοικτόν ψαλίδιον. Ακολούθως ρίπτουν τα κάρβουνα εν τω ύδατι από το μέρος του στομίου του ψαλιδίου δια να σβήσουν.
Εάν το σημειωθέν κάρβουνον βυθισθή εν τω ύδατι μετά των άλλων, λέγουν «σαν το βολύμι* εβόλησε η γλώσσα (ή το μάτι) της (ή του)».
Λαμβάνουν λοιπόν το κάρβουνον τούτο μεταξύ όλων, το τρίβουν καλώς δια να τριφθή η κακή γλώσσα ή το κακό μάτι, το δε νερόν φέρουν εις έν τρίστρατο και χύνουν. Ενίοτε μάλιστα σχίζουν από το μέρος του στήθους το υποκάμισον του πάσχοντος δια να σκάση η κακή γλώσσα η το μάτι.
















