Κλείδωσαν τις πόρτες των σπιτιών τους και πήραν μαζί το κλειδί, με τη βεβαιότητα ότι θα επιστρέψουν. Αυτό το κλειδί το κράτησαν στα σπίτια που έφτιαξαν στους τόπους όπου ρίζωσαν, ευλαβικά. Αλλά αλήθεια, όταν τους έδιωξαν από το μέρος που αποκαλούσαν πατρίδα, σε Πόντο, Καππαδοκία, Μικρασία, Ανατολική Θράκη, τι είναι αυτό που έβαλαν στον μπόγο της προσφυγιάς; Πόση ζωή μπορείς να χωρέσεις και να πάρεις μαζί σου;
Στο Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού στη Νέα Φιλαδέλφεια, στις εγκαταστάσεις του γηπέδου της ΑΕΚ, στο πολιτιστικό ίδρυμα που κατάφερε να ενώσει τους απογόνους των προσφύγων, ό,τι βρίσκεται στις προθήκες είναι αυθεντικό και κρύβει μια ιστορία.
Σήμερα συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη 18η Νοεμβρίου 2023, την ημέρα που μέσα σε μια λαμπρή αλλά και επιβλητική ατμόσφαιρα τελέστηκαν τα εγκαίνια*.
Στην ομιλία του, ο Δημήτρης Μελισσανίδης χαρακτήρισε το έργο ως «κατάθεση ζωής και ψυχής» και εκτίμησε ότι «θα συμβολίζει στις επόμενες γενιές την ιστορία αιώνων».
Κάθε αντικείμενο στις προθήκες είναι δωρεά, και συμβάλλει στη γραμμική αφήγηση της ιστορίας. Εάν όμως η διευθύντρια του Μουσείου, Έφη Μαυροπούλου, καλούνταν να ξεχωρίσει κάποια, στο πλαίσιο της αφήγησης για τη Γενοκτονία των Ποντίων, αυτά είναι το πιάνο από την Τραπεζούντα, το ψαλίδι από την Τραπεζούντα, το δαχτυλίδι από τη Φάτσα και η αστική φορεσιά από την Αργυρούπολη.

Το πιάνο είναι γερμανικό Carl Scheel in Cassel, χρονολογείται στο 1850 και είναι άγνωστο πώς μεταφέρθηκε από την Τραπεζούντα στην Ελλάδα. Συνοδεύεται από δύο βιβλιάρια φοίτησης του Ωδείου Αθηνών, με εγγραφές από το 1924 ως το 1933, από ένα σημείωμα του καθηγητή Φαραντάτου, και από ένα έγγραφο ανακοίνωσης απονομής υποτροφίας.
Το ψαλίδι ανήκε σε μια μοδίστρα από την Τραπεζούντα. Το πήρε μαζί της όταν ξεκίνησαν οι διώξεις από τους Νεότουρκους και με την οικογένειά της βρήκαν καταφύγιο στη Σοβιετική Ένωση.
Όταν και εκεί ξεκίνησαν διώξεις, στο τέλος της δεκαετίας του 1930, αυτό το ψαλίδι ξαναπήρε και το έφερε στην Ελλάδα. Πέρα από την ιστορία της οικογένειας, το κειμήλιο αυτό είναι ενδεικτικό της πορείας του ξεριζωμένου ελληνισμού (Πόντος, Σοβιετική Ένωση Ελλάδα), αλλά και ένα μέσο βιοπορισμού, επιβίωσης.

Το χρυσό δαχτυλίδι είναι από τη Φάτσα, ένα οικογενειακό κειμήλιο που δεν ξεπουλήθηκε για τα ναύλα ή για φαγητό. Πολλοί ήταν οι πρόσφυγες που φεύγοντας έραψαν στα ρούχα τους ό,τι πολύτιμο είχαν, χρήματα και κοσμήματα.
Αργότερα, όσοι ήταν τυχεροί και δεν τους τα πήραν στη διαδρομή, τα έδωσαν για να εξασφαλίσουν το ελάχιστο.


Η ζουπούνα (το μακρύ φόρεμα) ήρθε από την Αργυρούπολη του Πόντου. Χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα. Διασώζονται ακόμα το μεταξωτό σαλβάρι, το καμίς (πουκάμισο), το λαχώρι (μάλλινο ζωνάρι), το τσιτ ή λετσέκ (κεφαλομάντιλο) και το μαντίλι με τα αρχικά της κατόχου, και ένα τσαντάκι.
Η σημασία του κειμηλίου έγκειται στο ότι είναι αστικού τύπου (σχετικά σπάνια) και στο ότι διασώθηκε ολόκληρη.
Για να είναι πληρέστερη η παρουσίαση, από τους επιμελητές του μουσείου προστέθηκαν το τεπελίκι (κόσμημα κεφαλής), η ώρα, δηλαδή η αλυσίδα με το ρολόι, και τα παπούτσια.

Κατά την Έφη Μαυροπούλου, που έχει συλλέξει όλα τα κειμήλια, το ταπεινό ψαλίδι αντιπροσωπεύει τον αγώνα για την επιβίωση, το πιάνο την παιδεία, η φορεσιά τη σπανιότητα, και το δαχτυλίδι για το πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο.
Γεωργία Βορύλλα
















