Ο Χαράλαμπος Τσακιρίδης γεννήθηκε στον οικισμό Τεβρέντ, πιθανώς από το τουρκικό derbent, που σημαίνει πέρασμα, χαράδρα. Βρισκόταν 2,5-3 ώρες νότια της Πάφρας, σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Κιζίλ ιρμάκ. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Αμάσειας, με άμεση εξάρτηση από την επισκοπή Λεοντοπόλεως, που έδρευε στην Πάφρα.
Πριν από την Ανταλλαγή είχε 170 ελληνικά σπίτια και οι κάτοικοι κατάγονταν κυρίως από την περιφέρεια της Καισάρειας και το Κιοπρü της Κάβζας. Μιλούσαν ως επί το πλείστον τουρκικά και διατηρούσαν τετρατάξιο δημοτικό και νηπιαγωγείο στον έναν από τους τρεις μαχαλάδες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και η περιοχή ήταν ονομαστή για τα καπνά της.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1912 είχα ανοίξει μπακάλικο, έκανα ένα χρόνο δάσκαλος, ύστερα έπρεπε να πάω φαντάρος. Για να αποφύγω τη στρατολογία, δήλωσα ότι ήμουν τουρκοδάσκαλος. Τα ελληνικά σχολεία είχαν κλείσει. Δεν έκανα τίποτα, μόνο έδινα το «παρών» στο καρακόλι. Είχανε κλείσει και οι εκκλησίες. Μόνη φροντίδα των Τούρκων ήτανε πως να μαζέψουν πιο πολύ στρατό και μάζευαν και Τούρκους και χριστιανούς. Γινόταν πόλεμος με τους Ρώσους.
Το 1916 χώρισαν τους Έλληνες από τους Τούρκους στρατιώτες. Οι Τούρκοι πήγαιναν στο μέτωπο και οι χριστιανοί στo αμελέ ταμπουρού. Όσοι είχανε λεφτά πλήρωναν το πεντέλι, αντισήκωμα, πενήντα λίρες. Από ‘κει άρχισαν οι φυγόστρατοι. Μαζεύτηκαν στα βουνά και γίναν οι αντάρτες.
Οι Τούρκοι για αντίποινα στέλναν τα γυναικόπαιδα εξορία και εξόντωναν με κάθε τρόπο τον ελληνισμό. Τρία αδέρφια μου κρέμασαν, κι εγώ σώθηκα εκ θαύματος.
Είχα χωθεί σε ένα μπουdρούμι 3 μήνες και φυλαγόμουνα. Για να μην παραδοθώ, ανέβηκα στο βουνό κι έγινα αντάρτης στον καπετάνιο Τσατσόγλου.
Για να βασταχτούμε στη ζωή αναγκαζούμαστε και κατεβαίναμε και καίγαμε τα χωριά. Κλέβαμε τα ζωντανά, σκοτώναμε, ρημάζαμε και γυρίζαμε στο βουνό και κουβαλούσαμε μαζί μας πρόβατα, αλόγατα, βουβάλια, κότες, χήνες, φαγώσιμα. Ό,τι βρίσκαμε το αρπάζαμε και το πηγαίναμε στο λημέρι.
Μετά ήρθε γενική αμνηστία και παραδοθήκαμε στα πλησιέστερα καρακόλια. Κατεβήκαμε να δουλεύουμε να φάμε. Για να εκδικηθούν τους αντάρτες, όσοι παράδιναν τα όπλα, τους σκότωναν κρυφά. Έτσι αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την αγαπημένη μας πατρίδα και να ξενιτευθούμε στη Μητέρα Ελλάδα.
Δεν μπορεί κανείς εύκολα να θυμηθεί τη ζωή του αντάρτη. Σκαλίζαμε τα φύλλα και βρίσκαμε άγρια μήλα μισά σάπια, μισά γερά. Κοιμούμασταν με το νομπέτι*. Μισοί φυλάγαμε, μισοί λαγοκοιμούμασταν με αγκαλιά το όπλο. Μετακινιούμασταν πολύ συχνά από τον φόβο μην μας βρούνε, μην ανακαλύψουν τα ίχνη μας. Αν είχαμε να ψήσουμε κάτι, να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας, ανάβαμε κλαδιά και ξύλα τη νύχτα, μη φανεί ο καπνός, μη μυρίσει ο αγέρας.
Μια φορά ένας αντάρτης σε μια μετακίνηση είχε στην τσέπη του καρφιά, κι όσο πήγαινε λίγα λίγα τού πέφταν. Από τα σημάδια αυτά ανακάλυψαν τον κρυψώνα και τους σφάξαν όλους κι όπου πηγάδι τους ρίξαν. Έτσι μόλεψαν και τα νερά.
Τα βουνά μας ήτανε πολύ δυνατά. Οι χαράδρες γέμιζαν ως απάνω φύλλα, τα ανοίγαμε και μέσα εκεί κρυβόμασταν. Αξέχαστα, αξέχαστα είναι αυτά που περάσαμε.
















