Πριν από λίγες ημέρες, στις 20 Οκτωβρίου, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ανακοίνωσε την ολοκλήρωση του έργου της καταγραφής, τεκμηρίωσης και ψηφιοποίησης των κινητών μνημείων του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου.
Στη διαδικτυακή πύλη που δημιούργησε το υπουργείο για αυτό τον σκοπό (tatoicollections.culture.gov.gr) μεταξύ των 70.000 αντικειμένων που εκτίθενται ψηφιακά, βρίσκεται ένα που αφορά την ιστορία της παλιότερης Σταυροπηγιακής Μονής στον Πόντο, του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα.

Πρόκειται για έναν αργυρό σταυρό κεκοσμημένο με σμάλτο χρώματος πράσινου και ροζ, διαστάσεων 34 εκ. (πλάτος) με 83 εκ. (μήκος).
Από το μέγεθος του σταυρού αλλά και τη σφαιρική απόληξη του κομβίου (στο κάτω μέρος υπάρχει υποδοχή για κοντάρι) εξάγουμε το συμπέρασμα πως πρόκειται για σταυρό λιτανείας (ήταν σταυρός που κρατούσαν τα εξαπτέρυγα-παπαδάκια στις λιτανείες). Ο σταυρός είναι ρωσικής προέλευσης, όπως αποδεικνύεται από την τεχνοτροπία αλλά και από τη σλαβονική επιγραφή («titulus» IHUI=ΙΝΒΙ).

Στο κάτω μέρος του σταυρού υπάρχει η εγχάρακτη επιγραφή: «Ιωάννη Καγκελίδου τη Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, 1916». Προφανώς το κειμήλιο αυτό ήταν αφιέρωμα του Ιωάννη Καγγελίδη στον «άγιο του» τον προστάτη της αρχαιότερης Σταυροπηγιακής Μονής του Πόντου.

Στο κέντρο του σταυρού δεσπόζει η παράσταση του εσταυρωμένου Ιησού. Στις οριζόντιες τρίλοβες απολήξεις του σταυρού διακρίνουμε αριστερά την μητέρα Του Υπεραγία Θεοτόκο οδυνόμενη και δεξιά τον αγαπημένο Του μαθητή, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Στην τρίλοβη απόληξη του κάθετου άξονα, στην κορυφή, διακρίνουμε τον Πατέρα (το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος) να ευλογεί. Στη βάση του σταυρού διακρίνεται το κρανίο του Αδάμ (κρανίου τόπος-ο λόφος του Γολγοθά όπου σταυρώθηκε ο Κύριος), που σύμφωνα με την παράδοση έσταξε επάνω του το αίμα του Χριστού και το ξέπλενε από τις αμαρτίες του.
Όπως φανερώνει η αφιερωματική επιγραφή ο σταυρός χρονολογείται από το 1916, δηλαδή έχει αφιερωθεί στο μοναστήρι κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το γεγονός μας κάνει να αναρωτηθούμε πώς ένας σταυρός από την εχθρική για την Τουρκία τότε Ρωσία έφτασε στον τουρκοκρατούμενο Πόντο αλλά και πώς γλίτωσε ή εάν τελικά δεν γλίτωσε από τις επιδρομές των Τούρκων στο μοναστήρι.
Τον Απρίλιο του 1916 και ενώ η Τραπεζούντα είχε ήδη καταληφθεί από τους Ρώσους, ορδές Τσετών προκάλεσαν μακελειό στην μονή. Μαζί με τους καλογήρους εξοντώθηκε ο ελληνικός πληθυσμός που κατέφυγε στο μοναστήρι για να σωθεί, γυναικόπαιδα βιάστηκαν και ακολούθησαν σφαγές. Όσοι επέζησαν οδηγήθηκαν στην εξορία. Άλλη μια φορά μάταια περίμενε ο ελληνισμός τον «ξανθό λαό να τον σώσει»!
Δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς αυτό το κειμήλιο έφτασε στο Τατόι και τους ενοίκους του, την τότε βασιλική οικογένεια, όμως είμαστε ευγνώμονες γιατί ήρθε στο φως ένα από τα ελάχιστα λείψανα της άλλοτε κραταιής μονής του Πόντου και το υπουργείο Πολιτισμού το ανέδειξε «χαρίζοντάς το» στον ελληνισμό.

Αυτό το «προσφυγάκι» λοιπόν, ο σταυρός λιτανείας της μονής Βαζελώνος που είτε αγοράστηκε μετά το κάψιμο και τη λεηλασία της μονής για να αναπληρώσει τα σκεύη που είχαν λεηλατηθεί ή καταστραφεί από τους Τούρκους, είτε βρέθηκε στα «παζάρια» της Ευρώπης όπως πολλά άλλα κειμήλια από τις αλησμόνητες πατρίδες μας και επαναπατρίστηκε με την αγορά του, έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας!
Λίγα λόγια για τη μονή
Η ιστορία της μονής του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνα χάνεται στην αχλύ των αιώνων, καθώς η παλαιότερη Σταυροπηγιακή Μονή στον Πόντο χτίστηκε περίπου το 270.
Αρχαία η μονή, όπως αρχαία και η ελληνική παρουσία στην Μικρασιατική χερσόνησο, ταυτίστηκε με την τύχη των Ελλήνων και δοκίμασε πολλές φορές τη βαρβαρότητα των κατακτητών ανά τους αιώνες. Σύμφωνα με την παράδοση η ίδια η Παναγία εμφανίστηκε σε ενύπνιο στον ηγούμενο της μονής και του μήνυσε να αναζητήσει τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, αυτούς που θα ίδρυαν μετέπειτα την Παναγία Σουμελά, και να τους παράσχει βοήθεια. Ο ηγούμενος έστειλε τρεις μοναχούς με δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με τρόφιμα για να βρουν τους ασκητές μέσα στις σπηλιές του όρους Μελά. Από τότε η Μονή Βαζελώνος γίνεται αρωγός και συνκτίτορας, μαζί με τους ιδρυτές Βαρνάβα και Σωφρόνιο, της μεγάλης μονής της Παναγίας Σουμελά.
Η πρώτη θέση της μονής ήταν σε πολύ χαμηλότερο σημείο από ό,τι βρίσκονται σήμερα τα χαλάσματα, τα λείψανα θα λέγαμε του Βαζελώνα.
Η απόσταση μεταξύ της νέας μονής και της παλιάς που βρισκόταν πλησίον του χωριού Σαχνόη δίπλα στον «Χαμουρή» ποταμό ήταν περίπου μια ώρα.
Μετά την καταστροφή τον 5ο αιώνα της παλιάς μονής από τους Πέρσες και το πέρασμα από μαχαίρι των μοναχών, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ξαναχτίζει τον 6ο αιώνα την καινούργια μονή «Άγιος Ιωάννης Βαζελών» ή «Ζαβουλών» αντάξια του Αγίου που ετιμάτο, αφιερωμένη στον Βαπτιστή του Χριστού και σημαντικότερο άγιο μετά την Παναγία. Στη συνέχεια όρισε υπερασπιστή της τον στρατηγό Βελισάριο, τον ικανότερο στρατηγό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σε κείμενο του αρχιμανδρίτη Πανάρετου διασώζεται: «ούτινος το φρούριον του Παλαιοκάστρου εδείκνυτο εν τη Παλαιοματσούκα, εν τω χωρίω Χάψιν (Χαψίκιοϊ) παρά τους πρόποδες του όρους Ζύγανα, ανακαινισθέν έπειτα υπό των αυτοκρατόρων Τραπεζούντος».
Το μοναστήρι άκμασε στα χρόνια της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών.
Κώδικες, χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, δωρητήρια, κρισιμόγραφα προίκισαν την μονή και μαρτυρούσαν τον πλούτο της. Το αρχαιότερο έγγραφο που διασώζεται είναι ένας κώδικας του 1367 στον οποίο επιδικάζονται στον κυρ Νικόδημο καθηγούμενο της μονής «του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου του από όρους Ζαβουλών» κτήματα τα οποία ήταν «κείμενα εν τω χωρίω Χορτοκόπης και Λωρία τα ομοχωριτέσια». Το εν λόγω κρισιμόγραφο το υπέγραφε ο «δούλος του αγίου ημών αυθέντου και βασιλέως του Μεγάλου Κομνηνού και κριτής πάσης Ματζούκας και ορφανοτρόφος Σεβαστός ο Πηλινάς».
Η τοποθεσία της μονής ήταν απαράμιλλη. Ο Γάλλος βοτανολόγος Tournefort σε επίσκεψή του στις αρχές του 19ου αιώνα καταγράφει πως τα δάση της μονής ενέπνεαν τα βαθύτερα θρησκευτικά συναισθήματα και πως πουθενά στις Άλπεις ή αλλού δεν είχε συναντήσει ωραιότερα δάση από αυτά της μονής Βαζελών. Τόσο πολύ τον είχε συγκλονίσει το μέρος και η αρμονία αυτή μεταξύ της φύσης και της ησυχαστικής ζωής του μεγάλου μοναστηριού, που ευχόταν να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του εκεί.
Η μονή δεν έπαψε ποτέ στην μακραίωνη ιστορία της να ανοικοδομείται και να γίνεται κέντρο και χώρος προσέλευσης των ελληνορθοδόξων σε όλον τον Πόντο. Καταστράφηκε πολλές φορές αλλά πάντα αναγεννιόταν με την αξιοσύνη των Ποντίων. Στα γεγονότα της Γενοκτονίας διαδραματίστηκαν βαρβαρότητες και απάνθρωπες πράξεις.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για την ιστορία του, το αντικείμενο αυτό αν και είναι ένας συνηθισμένος σταυρός, χωρίς ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία και χωρίς να είναι κατασκευασμένος από ακριβά υλικά όπως χρυσό και πολύτιμους λίθους, έχει τεράστια αξία για όλους εμάς που είμαστε οι απόγονοι αυτών που ξεριζώθηκαν από την πανάρχαια πατρίδα τους, τον Πόντο και την Μικρασία και δεν αντάλλαξαν την πίστη τους και την ελληνική τους συνείδησή με τη ζωή τους.
Αλεξία Ιωαννίδου
















