Επαινώ (στα Κοτύωρα) ή ψέγω (στη Χαλδία), στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου το ρήμα στομολογώ και τα παράγωγά του (στομολόεμαν και στομολόι) καταλαμβάνουν περιορισμένο χώρο – η βασική ερμηνεία και δυο-τρία παραδείγματα.
Ωστόσο, στη σειρά άρθρων του με τίτλο «Γλωσσικαί έρευναι – Ετυμολογικά και σημασιολογικά», που δημοσιεύονταν στο Αρχείον Πόντου, ο Άνθιμος Παπαδόπουλος είχε όλο το χώρο που χρειαζόταν για να αναπτύξει το πάντα …φλέγον θέμα της γλωσσοφαγιάς!
Έγραφε το 1950 ο σπουδαίος Πόντιος αρχιμανδρίτης, φιλόλογος, και πρόεδρος τότε της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (η συμβολή του οποίου στη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου είναι αναμφισβήτητα τεράστιας σημασίας):
Το ρήμα τούτο εις μεν τα Κοτύωρα εσήμαινεν ομιλώ περί ανθρώπου τινός εκφραζόμενος με θαυμασμόν διά τα προτερήματα και τας αρετάς του, επιστεύετο δε ότι και με το στομολόεμαν ημπορούσε να βασκανθή ο επαινούμενος και να δυστυχήση, καθώς εστομολόεσαν εστομολόεσαν κ’ έκοψαν την ευλογίαν εμουν (μιλώντας όλο για μας, έκοψαν την ευλογίαν μας, δηλαδή κατέστρεψαν την ευτυχίαν μας).
Την σημασίαν αυτήν είχε και εις το Σταυρίν της επαρχίας Χαλδίας, καθά με επληροφόρησεν ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, με την διαφοράν ότι εκεί δεν εσήμαινε μόνον επαινώ, αλλά και ψέγω, κατακρίνω από ζηλοτυπίαν η κακεντρέχειαν, οίον εστομολόεσαν ατον εστομολόεσαν ατον, εποίκαν ατον με τ’ ημ’σον ψην (τον έκαμαν με μισή ψυχή), άχαρον, πολλά εστομολοέθεν (ο κακομοίρης, πολλά είπαν γι’ αυτόν), έμορφος και καματερέσσα πουτσή, ας σο στομολόεμαν εγαγγρώθαν τα χέρα ‘τ’ς (ωραία και φιλόπονη κόρη, από το στομολόγημα έπαθαν παράλυσιν τα χέρια της), το στομολόι τη χώρας έβλαψεν ατον (η κακογλωσσιά των ξένων τον έβλαψε). Πβ. και το δίστιχον:
λεγνόμακρον το πόι σου ομάζ’ το κυπαρέσσι,
φοέθ’ το στομολόεμαν, η μάννα σ’ άλλο κ’ έγει
[λιγνόμακρο το μπόι σου μοιάζει το κυπαρίσσι / φοβήσου το στομολόεμαν, η μάνα σου δεν έχει άλλο – δηλ. κορίτσι σαν κ’ εσένα]
Αξιοσημείωτον είναι το παράγωγον στομολόι παρά το στομολόεμαν.
Το ρήμα ανήκει εις τα παρασύνθετα εις -λογώ της νέας Ελληνικής ιδιωματικής και κοινής τα σημαίνοντα το συλλέγειν, ζητείν, μετέρχεσθαι κττ. και προϋποθέτει όνομα στομολόγος. Αλλ’ επειδή δεν ήτο δυνατόν να υπάρχη τοιούτον όνομα έχον το πρώτον συνθετικόν ως αντικείμενον της ρηματικής εννοίας του δευτέρου, δεχόμεθα κατ’ ανάγκην, ότι το ρήμα εσχηματίσθη κατ’ ευθείαν από το στόμα και την παραγωγικήν κατάληξιν -λογώ με την σημασίαν ομιλώ συνεχώς χωρίς να παύσω.
Φαίνεται δε βέβαιον ότι αρχικώς αυτή ήτο η σημασία του διαλαλείν, διαδίδειν ως εξάγεται από το παθητικόν στομολογούμαι, όπερ ελέγετο ομοίως εις το Σταυρίν κατά την πληροφορίαν του ιδίου Δ. Παπαδοπούλου, οίον από πότε κιάν’ εστομολοέθεν; (από πότε διεδόθη, διελαλήθη, ελέχθη) και εκ ταύτης ως τρίτη περιωρισμένη εις την έννοιαν του επαινείν ή ψέγειν, περί ης ανωτέρω είπαμεν.
Ως προς την σύνθεσιν στόμα+-λογώ, δύναταί τις να παρατηρήση ότι θα έπρεπε να έχωμεν στοματολογώ, αλλ’ εις την νέαν Ελληνικήν είναι δυνατή η σύνθεσις απευθείας με την ονομαστικήν αντί του θέματος της γενικής.
















