Ο Χαράλαμπος Κυριλίδης γεννήθηκε στον οικισμό Τεπέ, που αριθμούσε μόλις 12 σπίτια, κτισμένα σε μικρό λόφο (tepe στα τουρκικά) και εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Νεοκαισάρειας.
Οι κάτοικοι κατάγονταν από το Ασαρτζούχ και μιλούσαν ποντιακά.
Ο οικισμός είχε αναπτυγμένη γεωργία και κτηνοτροφία και οι κάτοικοι πουλούσαν τα προϊόντα τους στην αγορά της Νεοκαισάρειας (Νίκσαρ), από όπου έκαναν και τις προμήθειές τους.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εξορία 1921. Έξοδος. Μάιο του 1921 ήρθε στο χωρίο μας περιπολία τούρκικη, πέντε έξι τζανdρμάδες και είπανε όλοι να σηκωθούμε, να κλείσουμε τα σπίτια μας και να πάμε στο Νίκσαρ. Αποβραδίς ήρθε το τακίπ,1 την άλλη μέρα πρωί-πρωί φύγαμε, πήγαμε Νίκσαρ, συνοδεία και οι τζανdρμάδες. Απ’ όλα τα χωρία τούς είχανε μαζέψει τους Ρωμαίους. Στο Νίκσαρ μάς βάλανε μέσ’ στην αρμένικη εκκλησία. Μας δώσανε λίγο ταϊγί2 την πρώτη μέρα.
Τρεις χιλιάδες ψυχές Ρωμαίοι ήμαστε μαζεμένοι. Ένας μπέης ήτανε εκεί, ο Τουμπούλ Μεμέτ μπέης. Αυτός πολύ χριστιανόφιλος ήτανε. Έδωσε διαταγή και μοιράσανε από ένα ολόκληρο ψωμί στον καθένα.
Όλοι οι φούρνοι επιτάχτηκαν να βγάζουνε ψωμί να μας δίνουνε. Επί τρεις ημέρες έγινε αυτή η διανομή. Τέταρτη μέρα ήρθε διαταγή και είπανε όσοι είναι από Ασαρτζούκ, από Χατζαμπετίνογλου, από Τεπέ, θα βγούνε έξω από την εκκλησία.
Τζανdρμάδες Τούρκοι μας παραδώσανε σ’ έναν ανώτερο και του είπανε, αυτοί θα γυρίσουνε στα χωριά τους, κανένας να μην τους πειράξει. Αυτή είναι η διαταγή που έχουμε από την Άγκυρα. Μάθαμε ότι ο Σαμί μπέης έστειλε τηλεγράφημα στον ίδιο τον Κεμάλη και πήρε την άδεια να μη γίνει εξορία στα χωριά της Ρεσάdιας. Σένιε, Γιαϊτζολού, Τεπέ, Ασαρτζούκ, Χατζαμπετίνογλου μπαίνανε στην εξαίρεση. Σ’ αυτά εξορία δεν έγινε. Όπως είναι η οροσειρά Ίσκεσüρ, όλα τα χωριά που είναι στη μεριά της, τα εξαίρεσε. Ο Σαμί μπέης ήτανε από το Μεσουdιέ, γι’ αυτό έκανε την ενέργεια αυτή. Οι Τούρκοι οι ίδιοι μας δώσανε την εξήγηση.
Οι άλλοι «σεφκέτια-σεφκέτια» φεύγανε εξορία. Εμείς γυρίσαμε πάλι στην Τεπέ. Αγριέψαμε όμως, φόβο είχαμε, μονάχοι, λιγοστές ρωμαίικες οικογένειες, να καθόμαστε και φύγαμε στο Ασαρτζούκ, να ήμαστε με τους άλλους Ρωμαίους μαζί. Από το Χατζαμπετίνογλου πήγανε στο Νίκσαρ. Είχανε βγει τόσοι πολλοί ληστές Τούρκοι και κατέβαιναν στα χωριά. Ληστεύανε, πειράζανε γυναίκες, άντρες σκοτώνανε. Στο Νίκσαρ ήτανε η εξουσία και είχε περισσότερη ασφάλεια. Εμείς στην Τεπέ θερίσαμε, αλωνίσαμε σε τούρκικο αλώνι για περισσότερη ασφάλεια, βάλαμε σε τούρκικα αμπάρια τα σιτάρια και φύγαμε.
Οι Τούρκοι με προθυμία τα κράτησαν και μας έδωσαν λόγο να μας τα κρατήσουνε κι άμα γυρίσουμε να μας τα παραδώσουνε. Κι αυτοί το πιστεύανε κι εμείς το πιστεύαμε πως θα γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας.
Φθινόπωρο του 1921 άδειασε όλο το χωριό. Και το Χατζαμπετίνογλου άδειασε. Κι αυτοί Νίκσαρ πήγανε. Τη δική μας οικογένεια, τη μάνα μου, εμένα και τα αδέλφια μου, μας έστειλε ο παππούς μου στο Ασαρτζούκ. Είχαμε συγγενήδες εκεί και σπίτι να καθήσουμε. Ο πατέρας μου πεθαμένος ήτανε, ο παππούς μου, γέρος πολύ, στα ογδόντα γύρω, ζούσε ακόμα. Εκείνος δε θέλησε να φύγει. Εμάς μας έστειλε κι εκείνος κάθησε. Μαζί του έμεινε και η γιαγιά μου, η γυναίκα του, και η αδελφή του, τρία άτομα. Στην Τεπέ έμεινε μια οικογένεια ακόμη του Προυσάνογλου, έξι άτομα. Είχανε πρόβατα, είχανε και τα χωράφια και δε θέλανε να τα εγκαταλείψουνε.
Αυτοί όλοι, εννέα άτομα, άσκημο θάνατο βρήκανε. Ο αγάς ο Τούρκος τούς έλεγε «πρέπει να φύγετε, εγώ δεν θα μπορέσω να σας προστατέψω άλλο. Οι ληστές θα σας ληστέψουνε και θα σας σφάξουνε». Πήρανε την απόφαση να φύγουνε, μεσ’ στο χειμώνα, να πάνε προς τη θάλασσα, προς τη Φάτσα. Εκεί, όπως περνούσανε απ’ τη γιαϊλά του Περσεμπέ, τους βρήκε πολύ χιόνι, αψηλό το μέρος, και παγώσανε. Τους βρήκανε εκεί, κοκκαλωμένους, πεθαμένους. Εμείς τότες βρισκόμαστε στη Φάτσα και το μάθαμε. Άνθρωποι περάσανε κατόπι, τους είδανε και μας το είπανε.
Εμείς στο Ασαρτζούκ μείναμε εννέα-δέκα μήνες κι από κει αποφασίσανε να πάνε Νίκσαρ για περισσότερη ασφάλεια. Τότες αρκετές οικογένειες, καμιά δεκαριά, είπανε να πάνε κατευθείαν σε λιμάνι να μπορέσουνε από κει να φύγουνε. Μ’ αυτούς και η δική μου οικογένεια ήτανε. Πήγαμε Έπασα κι από κει στη Φάτσα. Ύστερα ήρθανε κι άλλοι κοντά μας. Περίπου δύο χρόνια καθήσαμε εκεί. Μέναμε με πληρωμή σ’ ελληνικά σπίτια.
Τέλος του 1923 αρχές 1924 φύγαμε μ’ ελληνικό πλοίο. Είχε υπογραφτεί η Ανταλλαγή και φεύγαμε όλοι οι Ρωμαίοι. Στο πλοίο είχε κι από Τραπεζούντα κι από Σαμψούντα. Μας πήγανε πρώτα στην Πόλη. Μείναμε εκεί τρεις ημέρες καραντίνα κι από κει μας φέρανε στον Πειραιά.
_____
1. Τακίπ: Ακολουθία, περιπολία.
2. Ταϊγί, ταγίν: Σιτηρέσιο.
• Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, βρίσκεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η Έξοδος, τόμ. ΣΤ’, Μαρτυρίες από τις επαρχίες του μεσόγειου Πόντου. Επανέκδοση: εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης».
Διαβάστε περισσότερες μαρτυρίες στην ενότητα «Γενοκτονία» του pontosnews.gr.
















