Η σύνδεση της Εκκλησίας του Πόντου με την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων και ελληνοκορασίδων είναι γνωστή και μη αμφισβητήσιμη. Κάθε μεγάλο ή μικρό εκπαιδευτικό ίδρυμα είχε μία μονή ή μία μητρόπολη να το στηρίζει ποικιλοτρόπως. Έτσι και το Λύκειο της Γουμεράς, το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρισκόταν μέσα στο μοναστήρι της Παναγίας στην Τσίτη της Χαλδίας.
Η ιδέα της ίδρυσης ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος μέσα στο χώρο της Μονής ήταν παλιά, αλλά το Λύκειο της Γουμεράς έλαβε «σάρκα και οστά» μόλις το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επί της φωτισμένης ηγουμενίας του Χατζή Ιερεμίου, ηγούμενου της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Γουμερά, ο οποίος διέθεσε όλη την προσωπική του περιουσία γι’ αυτό τον ιερό σκοπό. Δυστυχώς όμως, δεν μακροημέρευσε για λόγους ανταγωνιστικούς (αλλότρια συμφέροντα), αλλά και λόγω της αντίδρασης των μοναχών[1].
Η δεύτερη προσπάθεια λειτουργίας του Λυκείου έγινε σε δύσκολη συγκυρία, μόλις έναν χρόνο πριν από το ξέσπασμα του λεγόμενου Μεγάλου Πολέμου, δηλαδή του Α’ Παγκοσμίου. Το Λύκειο λειτούργησε μόνο για δύο σχολικά έτη: το 1913-1914 και το 1914-1915. Η όλη προσπάθεια για τη λειτουργία του οφείλεται στο εκλεκτό τέκνο της Τσίτης –αλλά και ολόκληρου του Πόντου–, τον Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου[2].
Το Λύκειο ξεκίνησε με 27 μαθητές (εσωτερικούς), με δύο γυμνασιακές τάξεις –την πρώτη και τη δευτέρα–, και ακολουθούσε το πρόγραμμα του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας.
Οι δύο αυτές γυμνασιακές τάξεις αντιστοιχούσαν στην τρίτη του Σχολαρχείου και την πρώτη γυμνασιακή τάξη τετρατάξιου Γυμνασίου όπως λειτουργούσε την ίδια περίοδο στην Ελλάδα.
Οι μαθητές προέρχονταν από τα χωριά της περιοχής. Μικρός αριθμός ανάμεσά τους ήταν παιδιά Ποντίων γονέων που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι στη νότια Ρωσία. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του Λυκείου, λυκειάρχης διατέλεσε ο Στέφανος Γ. Πουταχίδης. Μεταξύ των καθηγητών συγκαταλεγόταν ο Παντελής Μελανοφρύδης.
Ανάμεσα στα μαθήματα που διδάσκονταν οι μαθητές της πρώτης τάξης –όπως φαίνεται στον έλεγχο προόδου– ήταν τα θρησκευτικά, τα ελληνικά, τα μαθηματικά, τα γαλλικά, τα τουρκικά κ.ά. Στη δευτέρα τάξη οι μαθητές του Λυκείου διδάσκονταν στο μάθημα των ελληνικών Όμηρο, στο μάθημα των μαθηματικών άλγεβρα και γεωμετρία, και τέλος στο μάθημα της φιλοσοφίας διδάσκονταν λογική. Το ημερήσιο πρόγραμμα υπερέβαινε το οχτάωρο!
Καθημερινός ήταν ο περίπατος τον μαθητών μέχρι τον ποταμό Τσίτη. Μάλιστα οι μαθητές είχαν την μεγάλη τύχη να τους συνοδεύει ο ίδιος ο Παντελής Μελανοφρύδης και να τους αφηγείται ιστορικά γεγονότα, έχοντας ως έργο αναφοράς την Ιστορία του ελληνικού έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.
Κάθε Κυριακή οι μαθητές ασχολούνταν με την καλλιέργεια του κήπου και την περιποίηση των δέντρων, και μερικοί από αυτούς βοηθούσαν τον εξαίρετο μάγειρα του σχολείου, τον κ. Ιγνάτιο, και την επιμελήτρια, τη μοναδική γυναίκα στο συγκρότημα της Γουμεράς, η οποία προερχόταν από την κοντινή Άδυσσα.
Συγκινητική είναι η εξιστόρηση των γεγονότων για την ίδρυση του Λυκείου της Γουμεράς από τον ίδιο τον Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου. Παραθέτουμε αυτολεξεί για να αποτυπωθούν επακριβώς οι δυσκολίες και το κλίμα της εποχής:
«Το καλοκαίρι στο χωριό μου (1910), αφού με τους γνωστούς φίλους και συνεργάτες επιβλέπαμε τα σχολεία του ποταμού Τσίτη, βάλαμε σε ενέργεια το ζήτημα της Κεντρικής Σχολής στο Μοναστήρι της Γουμερά. Και σκεφτήκαμε πολύ. Πώς θα προφυλαχθούμε από την αντίδραση των καλογήρων, που λίγοι τους καταλάβαιναν την σκοπιμότητα. Και η Μητρόπολη θα έπρεπε να προϊδεασθεί, να μην μας πολεμήσει το σχέδιο. Και χρειαζόταν τούτο για πολλούς λόγους. Η Μητρόπολη θα κάλυπτε τη νόμιμη επιδίωξη. Δεν μπορούσε να επέμβει η Τουρκική Αρχή, και αν ακόμα κάποιος δύστροπος σκεπτόταν να προσφύγει εκεί. Ίσχυαν ακόμα τα προνόμια[3] […].
»Τα ονόματα των χωριών που θα περιλαμβάνονται στην περιφέρεια της Σχολής – Μονής Γουμερά, πολυάριθμα. Οι ενέργειες γίνονται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1910. Ο σκοτωμός των μητροπολιτών και οι άγριοι τρόποι και οι μέθοδοι των φονέων είχαν προκαλέσει διαμαρτυρίες από όλο τον ελληνισμό. Μνημόσυνα στα Πατριαρχεία, στις Μητροπόλεις στα χωριά, παντού όπου υπήρχε ελληνική πνοή. Ολίγον καθυστερημένα, αλλά με την ευκαιρία του Δεκαπενταύγουστου (1913) της πανήγυρης στο Μοναστήρι Γουμεράς, οργανώσαμε εθνικό μνημόσυνο όλων των πέριξ χωρίων στη μνήμη των θυμάτων των εθνικών μαρτύρων. Ομίλησα στο μνημόσυνο από την πόρτα του Ηγουμενείου, η οποία έβλεπε προς την μεγάλη τεράστια αυλή, που την κατεπλημμύρισε ο κόσμος.
»Ύστερα από το λόγο μάζεψα τους προκρίτους από τα χωριά –ήταν αντιπρόσωποι με πληρεξούσια που ήλθαν με πρόσκληση δική μας–, και κάναμε την πρώτη ιδρυτική συνέλευση, που αποφασίσαμε την ίδρυση της Σχολής. Βάλαμε και το όνομα “Λύκειον Γουμεράς” καθορίσαμε και επιτροπή. Σε αυτήν την επιτροπή βάλαμε εκπροσώπους από τα χωριά. Της Τσίτης αντιπρόσωποι μαζί με μένα ήταν: Δημήτριος Γεωργιάδης και Χρήστος Προκοπίδης έμποροι στην Άρδασα. Της Άδυσσας ο Σιαμής, με τον Ηλία Μελανοφρύδη. Της Αυλίανας ο Παπανδρέας, της Χαβίανας ο Γεώργιος Πουταχίδης, έμπορος στην Άρδασα.
»Αυτοί ήταν οι δυναμικοί που θα αντιστέκονταν σε κάθε παραφωνία ενάντια στο έργο. Μερικοί από αυτούς είχαν παιδιά που σπούδαζαν στην Τραπεζούντα και μπορούσανε να είναι υποψήφιοι διδάσκαλοι της Σχολής. Και έτσι παρακάμπτοντας και τη στενή έννοια της προηγούμενης αποφάσεως της Μητροπόλεως, εκάμαμε την εφαρμογή του δικού μας σχεδίου, δηλαδή ιδρύσαμε την Σχολή μέσα στο Μοναστήρι και χρησιμοποιήσαμε για διδακτήριο το νέο Ηγουμενείον, που ήταν κατάλληλο.
»Με τη συνέργεια όλων λειτούργησε το Λύκειο το 1913 και 1914 και λίγο παραπέρα, ώσπου πλάκωσε ο πρώτος Μεγάλος Πόλεμος και εσάρωσε όλα και στο τέλος-τέλος ξερίζωσε και εμάς».
Το Λύκειο της Γουμεράς δεν ευτύχησε να μακροημερεύσει. Η χαρακτηριστική καθυστέρηση για την ίδρυσή του που οφειλόταν στα θεωρούμενα ως μειονεκτήματα της φυλής μας, τα γεγονότα στον κόσμο αλλά και τα γεγονότα της Γενοκτονίας διέκοψαν βίαια την πορεία του, η οποία προοιωνιζόταν λαμπρή.
Σήμερα στη Μονή Γουμερά έχουν μείνει μόνο χαλάσματα να μαρτυρούν τον πολιτισμό των Ελλήνων στην Χαλδία.
Ο επισκέπτης πρέπει να βάλει τη φαντασία του να δουλέψει για να αναβιώσουν μπροστά του οι υποδομές. Τότε θα μπορέσει να δει τους έφηβους μαθητές του Παντελή Μελανοφρύδη, όλα αμούστακα αγόρια, να τον ακολουθούν στον περίπατό τους καθώς εκείνος τους διηγείται το έπος του 1821, τη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα, και τον τρόμο που καταλάμβανε τους Σελτζούκους Τούρκους κάθε φορά που τους κυνηγούσε ο Μέγας Δεσπότης, ο κυρ Αλέξιος Κομνηνός, για να τους ρίξει έξω από τα σύνορα της Αυτοκρατορίας, να τους στείλει πίσω στην Κόκκινη Μηλιά στα βάθη της Ασίας από όπου ξεκίνησαν και προκάλεσαν τόση παρακμή και όλο αυτό το κακό στην ανθρωπότητα και στην αρχαία πατρίδα τους.
Αλεξία Ιωαννίδου