Στις 28 Οκτωβρίου 1940 και ενώ η Ελλάδα ζούσε τις πιο ιστορικές στιγμές της με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, γεννιόταν μία από τις σπουδαιότερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού, η Πολυτίμη Κολιοπάνου. Αυτή η φωνή, δεκαετίες αργότερα, θα μετουσιωνόταν σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και αυθεντικές παρουσίες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, με το καλλιτεχνικό όνομα Πόλυ Πάνου.
Αν και γεννημένη στην πρωτεύουσα, η Πόλυ μεγάλωσε στην Πάτρα, σε μια εποχή που τα παιδιά άκουγαν τραγούδια από τα τρανζιστοράκια και οι αυλές αντηχούσαν από μελωδίες. Από μικρή ηλικία, η μουσική για την ίδια δεν ήταν απλώς ένα ενδιαφέρον, ήταν ανάγκη. Έκανε μάλιστα σκασιαρχείο από το σχολείο για να πάει στα Ψηλαλώνια και να ακούσει τα νέα τραγούδια της εποχής. Ήταν μόλις 10 ετών όταν, σχεδόν παρορμητικά, ανέβηκε στο πάλκο ενός νυχτερινού κέντρου και τραγούδησε τη «Συλβάνα» του Μανώλη Χιώτη. Ο κόσμος έμεινε άφωνος και όλοι μιλούσαν για παιδί-θαύμα αφού είχε φωνή που δε συναντούσες εύκολα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και, σχεδόν κινηματογραφικά, ήρθε η πρώτη μεγάλη ευκαιρία. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ένας ακόμη άγνωστος τότε μουσικός, άκουσε για εκείνη σε ένα κουρείο της γειτονιάς. Την αναζήτησε, την άκουσε να τραγουδά, και εντυπωσιασμένος, της πρότεινε να τον ακολουθήσει. Μαζί ταξίδεψαν στην Πάτρα, στο Αγρίνιο και τελικά στην Αθήνα, στα στούντιο της Columbia. Εκεί, οι παραγωγοί μαγεύτηκαν από τη φωνή της. «Μού ‘φερες μια Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού!» φώναξε κάποιος, προβλέποντας, χωρίς να το γνωρίζει, την πορεία της.
Το 1952 ηχογράφησε το πρώτο της τραγούδι με τίτλο «Πήρα τη στράτα την κακιά» – σύνθεση του ίδιου του Μπιθικώτση.
Ήταν η αρχή μιας μεγάλης πορείας. Ακολούθησαν τραγούδια που όχι μόνο καθιέρωσαν την Πόλυ Πάνου ως φωνή του λαϊκού πόνου και της ελληνικής ψυχής, αλλά και έγιναν διαχρονικές επιτυχίες. Η ίδια δεν ακολούθησε ποτέ τις μόδες της εποχής. Παρέμεινε πιστή στο αυθεντικό, γνήσιο λαϊκό, και αυτό της το αναγνώρισε τόσο ο κόσμος όσο και οι συνάδελφοί της.
Συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες: Τσιτσάνης, Καλδάρας, Μητσάκης, Δερβενιώτης, Μπακάλης, Ζαμπέτας. Ήταν η πρώτη που τραγούδησε τα «Παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι, προτού το κομμάτι γίνει διεθνής επιτυχία χάρη στη Μελίνα Μερκούρη.
Από το 1966 έως το 1972, ασχολήθηκε και επιχειρηματικά με τη μουσική, ιδρύοντας με τον Πάνο Γαβαλά τη δισκογραφική εταιρεία «Βεντέτα». Όλα αυτά, ωστόσο, έγιναν με τρόπο διακριτικό – η Πόλυ Πάνου, για όσους τη γνώριζαν, δεν ήταν άνθρωπος του θορύβου, αλλά της ουσίας.
Η φωνή της, γεμάτη χρώμα και πόνο, αποτύπωσε όλα τα συναισθήματα της λαϊκής ψυχής.
Ποιος δεν έχει τραγουδήσει έστω και μία φορά τα: «Μες στην πολλή σκοτούρα μου», «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι», «Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», «Τα αδέλφια δε χωρίζουνε», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε»… Αυτά τα κομμάτια δεν έμειναν απλώς στις πίστες και στα ραδιόφωνα, μπήκαν στο DNA του λαϊκού πολιτισμού.
Στοργική μάνα ενός υιοθετημένου αγοριού
Πίσω από τα φώτα, όμως, η ζωή της Πόλυς Πάνου δεν ήταν πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα. Η προσωπική της ζωή έκρυβε πληγές και δύσκολες επιλογές, μία εκ των οποίων ήταν και η απόφαση να μεγαλώσει ένα παιδί που δεν ήταν βιολογικά δικό της.
Ο γιος της Βαγγέλης Πάνου, μεγάλωσε μαζί της, σαν δικό της παιδί. Όμως, στα 12 του χρόνια, ανακάλυψε την αλήθεια: η βιολογική του μητέρα ήταν ανιψιά της Πόλυς Πάνου. Το αποκάλυψε ο ίδιος στη μητέρα του όταν το έμαθε τυχαία και τότε εκείνη πάγωσε, σοκαρίστηκε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Η σχέση τους, από εκείνη τη στιγμή και μετά, δοκιμάστηκε, αλλά δεν χάθηκε. Ο Βαγγέλης την ένιωθε μητέρα του, ακόμα κι αν είχε μάθει πως δεν τον είχε γεννήσει εκείνη. Όμως, όπως συχνά συμβαίνει σε οικογένειες με τέτοια ιστορία, το συναίσθημα δεν συνοδευόταν πάντα από ισορροπία. Η Πόλυ Πάνου, όπως είχε περιγράψει ο ίδιος σε κατά καιρούς συνεντεύξεις του, δεν τον έβλεπε ποτέ ως ενήλικα. Ήταν πάντα το παιδί της, το «μωρό» της, με όλη τη στοργή αλλά και την ασφυκτικότητα που μπορεί να κρύβει αυτό.
Τα χρόνια πέρασαν, και η Πόλυ άρχισε να παλεύει με την υγεία της. Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια που άρχισε να αντιμετωπίζει, την καθήλωσε. Και ύστερα ήρθε και ο καρκίνος. Ο Βαγγέλης στάθηκε στο πλευρό της, όσο μπορούσε. Όμως, όπως είχε ο ίδιος πει, εκείνη την περίοδο – ενώ εκείνη νοσούσε – συγγενείς προσπάθησαν να την πιέσουν να υπογράψει έγγραφα ώστε να μην αφήσει τίποτα στον υιοθετημένο γιο της. Ο ίδιος θυμάται τη μητέρα του να του λέει: «Όταν πεθάνω, θα βρεις κάποια πράγματα, κράτα τα για ενθύμιο». Κι όταν γύρισε στο σπίτι τους στον Διόνυσο, βρήκε πράγματι μερικά από αυτά. Ωστόσο, όπως ο ίδιος είχε καταγγείλει στο παρελθόν, κάποιοι από αυτούς τους συγγενείς είχαν «βουτήξει» προσωπικά αντικείμενά της, αναμνηστικά που αποτελούσαν οικογενειακά κειμήλια. Όταν τα ζήτησε πίσω, δεν του τα έδιναν.
Η πίκρα του δεν ήταν μόνο για τα υλικά. Ήταν για την αίσθηση της αδικίας. Το ότι ένιωσε πως, ακόμα και μετά θάνατον, κάποιοι δεν τον αναγνώρισαν ως γιο της. «Όσο ήταν άρρωστη, δεν άφηνα κανέναν να πλησιάσει γιατί μέχρι και στα τελευταία της προσπαθούσαν όλοι να τη βάλουν να υπογράψει χαρτί να μην μου αφήσει τίποτα», είχε πει στο Happy Day πέρυσι.
Η Πόλυ Πάνου, γλυκιά αλλά αυστηρή, προστατευτική αλλά ελεγκτική, του ζητούσε συνέχεια να «σοβαρευτεί». Του έλειπε η αγκαλιά της, αλλά πολλές φορές του έλειπε κι ο χώρος να αναπνεύσει σαν άντρας. Η μεταξύ τους σχέση δεν υπήρξε ποτέ απλή. Ήταν δεμένη με αγάπη, αλλά και με σκιές από το παρελθόν, με ανασφάλειες και πληγές που ποτέ δεν έκλεισαν εντελώς.
Όμως, όπως όλα τα μεγάλα πρόσωπα, έτσι κι εκείνη έφυγε από τη ζωή όπως είχε ζήσει, ήσυχα, χωρίς φανφάρες, χωρίς δραματοποιήσεις. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, η Πόλυ Πάνου άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 73 ετών, μετά από μακροχρόνια μάχη με την υγεία της. Πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας. Εκεί έσβησε μια φωνή που είχε ντύσει μελωδικά τα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας, τα βάσανα, τις χαρές, τους έρωτες και τους αποχωρισμούς του λαού.
Ο θάνατός της συγκίνησε βαθιά τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού. Συνάδελφοι, φίλοι, θαυμαστές και άνθρωποι που μεγάλωσαν με τις μελωδίες της, την αποχαιρέτησαν με σεβασμό.
Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, το όνομά της ακόμη ηχεί. Όχι μόνο γιατί άφησε πίσω της μια τεράστια μουσική παρακαταθήκη, αλλά και γιατί ήταν ένας σπάνιος συνδυασμός ταλέντου και ήθους.
Σε μια εποχή που οι καριέρες χτίζονται γρήγορα και… καίγονται ακόμη πιο γρήγορα, η Πόλυ Πάνου υπήρξε υπόδειγμα συνέπειας, αξιοπρέπειας και σιωπηλής δύναμης.
Ο Βαγγέλης Πάνου, σήμερα, ζει ακόμη με τη σκιά και την κληρονομιά της. Όχι μόνο την υλική, αλλά κυρίως τη συναισθηματική. Όπως έχει δηλώσει: «Η μάνα μου ήταν όλη μου η ζωή. Αν δεν υπήρχε εκείνη, δεν θα ήμουν τίποτα. Ήταν αυστηρή, αλλά με αγαπούσε. Και εγώ την αγαπούσα – και την αγαπώ ακόμα».
Η ιστορία τους – αυτή της Πόλυς και του Βαγγέλη – είναι μια ανθρώπινη ιστορία, γεμάτη αγάπη, απογοητεύσεις, παρεξηγήσεις, συγγνώμες και σιωπές. Μια ιστορία που δεν διαφέρει από πολλές άλλες, αλλά αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα γιατί αφορά μια γυναίκα-σύμβολο για το ελληνικό τραγούδι.
Το σπίτι της στον Διόνυσο, το οποίο είχε διαλέξει η ίδια, παραμένει γεμάτο από αναμνήσεις. Εκεί ο Βαγγέλης προσπαθεί να διατηρήσει ό,τι έμεινε από εκείνη, όχι μόνο υλικά αντικείμενα, αλλά την ενέργεια, τη μυρωδιά, την αίσθηση της παρουσίας της.
Η Πόλυ Πάνου δεν υπήρξε μόνο η «πιτσιρίκα Πατρινή με το χρυσό λαρύγγι» όπως συχνά την αποκαλούσαν. Υπήρξε μια γυναίκα που άντεξε, που πάλεψε, που κράτησε χαρακτήρα.
Που δεν αλλοιώθηκε από τη δόξα, που στάθηκε πλάι στους μεγάλους χωρίς να χάσει τη δική της ταυτότητα. Μια τραγουδίστρια που έκανε το πάλκο ιερό βήμα και το μικρόφωνο προέκταση της ψυχής της.
Η μνήμη της δεν θα σβήσει εύκολα. Όχι όσο τα τραγούδια της συνεχίζουν να παίζουν, όχι όσο οι άνθρωποι συνεχίζουν να ερωτεύονται, να πονάνε και να αναστενάζουν με τις μελωδίες της. Και σίγουρα, όχι όσο ο Βαγγέλης – ο γιος της, το παιδί που αγκάλιασε σαν δικό της – συνεχίζει να μιλά για εκείνη με δάκρυα στα μάτια και σεβασμό. Την κόρη του, από τον πρώτο του γάμο, μάλιστα, την βάφτισε Πόλυ, θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στη γυναίκα που τον λάτρεψε όσο κανένας άλλος.
Κάλλια Λαμπροπούλου