Υπάρχουν αυτοί που λατρεύουν τη χαβανέζικη πίτσα, υπάρχουν κι αυτοί που τη μισούν και δεν τη θεωρούν καν πίτσα. Κι όμως, πίσω από το εξωτικό όνομά της, κρύβεται το ελληνικό δαιμόνιο, καθώς ο άνθρωπος που πήρε τη γενναία απόφαση τη δεκαετία του ’60 να προσθέσει ανανά στην πίτσα ήταν Έλληνας μετανάστης στον Καναδά.
Ο λόγος για τον Σωτήριο «Σαμ» Πανόπουλο, ο οποίος έφτασε στον Καναδά με πλοίο το 1954 από τα Βούρβουρα της Αρκαδίας, σε ηλικία 20 ετών, έτοιμος να κατακτήσει τις απεριόριστες ευκαιρίες που τον περίμεναν στη νέα του πατρίδα.
Είχε δει για πρώτη φορά πίτσα όταν το πλοίο με το οποίο ταξίδεψε στον Καναδά έκανε μια σύντομη στάση στη Νάπολη της Ιταλίας. Ήταν ένα μακρύ ψωμάκι κομμένο στη μέση με σάλτσα και σπαγγέτι από πάνω.
Ξαναδοκίμασε πίτσα στον Καναδά όπου μαζί με τα αδέλφια του Ηλία και Νικήτα ασχολήθηκαν με την εστίαση και άνοιξαν το εστιατόριο Satellite στο Τσάταμ του Οντάριο. Μια μέρα μπήκε ένας Κινέζος μπήκε και του είπε ότι δεν υπήρχε κινέζικο φαγητό ή πίτσα σε κανένα εστιατόριο στην περιοχή. Έτσι, τα τρία αδέλφια, εκτός από τα τυπικά αμερικανικά πιάτα όπως μπιφτέκια και πατάτες τηγανητές που προσέφεραν, πρόσθεσαν πίτσες και κινέζικα πιάτα, μερικά από τα οποία χαρακτηρίζονταν από γλυκόξινες γεύσεις.
Εν τω μεταξύ, η ζήτηση για διανομή πίτσας αυξανόταν, οπότε ο Σ. Πανόπουλος προσπάθησε να βρει κάτι για να τις συσκευάζει. Και η λύση ήρθε από ένα κοντινό κατάστημα με… έπιπλα. «Αρχίσαμε να παίρνουμε τα άχρηστα χαρτόνια από τα έπιπλα, τα κόβαμε σε κύκλους και βάζαμε την πίτσα, την καλύπταμε με αλουμινόχαρτο και την παραδίδαμε», είχε πει ο Σαμ Πανόπουλος στο BBC σε μια συνέντευξη του 2017 που έδωσε λίγο πριν πεθάνει.
Η έμπνευση για τον ανανά
Το 1962, αναζητώντας νέους συνδυασμούς, πειραματίστηκε με την προσθήκη κονσερβοποιημένου ανανά, πάνω από ζαμπόν και μπέικον, για να μάθει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. «Απλώς το βάλαμε, για πλάκα για να δούμε πώς θα ήταν η γεύση της», είχε δηλώσει.
Σε αυτόν και τους αδελφούς του άρεσε η αντίθεση μεταξύ της γλυκύτητας του ανανά και της αλμυρής γεύσης του ζαμπόν. Στην αρχή η γαστρονομική καινοτομία του δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους πελάτες, ωστόσο με την πάροδο του χρόνου έγινε ανάρπαστη. «Το δοκιμάσαμε πρώτα, και μετά το δώσαμε σε μερικούς πελάτες. Και μερικούς μήνες αργότερα, ξετρελάθηκαν γι’ αυτό, οπότε το βάλαμε στο μενού», είχε αφηγηθεί ο Σ. Πανόπουλος.
Ονόμασαν την πίτσα «χαβανέζικη» από τη μάρκα κονσερβοποιημένου ανανά που χρησιμοποιούσαν. Εκείνη την εποχή, τα υλικά για την πίτσα συνήθως περιορίζονταν σε μανιτάρια, μπέικον και πεπερόνι, όπως ανέφερε ο δημιουργός της.
Η δημοφιλία της ήταν τόσο μεγάλη, που προστέθηκε στις πιτσαρίες όχι μόνο του Καναδά και των ΗΠΑ, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο και έχει καθιερωθεί ως μια από τις κλασσικές γεύσεις πίτσας.
Οι αδελφοί Πανόπουλοι κατάφεραν να δημιουργήσουν μια μικρή αλυσίδα εστιατορίων στο Οντάριο βλέποντας τις επιχειρήσεις τους να γίνονται όλο και πιο επιτυχημένες κάθε χρονιά που περνούσε.
Ο Σ. Πανόπουλος συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 73 ετών το 2007. Όταν δεν υπερασπιζόταν την πίτσα με ανανά στα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, περνούσε τις μέρες του ως ένας στοργικός Έλληνας παππούς και έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 2017 σε ηλικία 83 ετών, έχοντας αφήσει μια από τις πιο γευστικές, αλλά και αμφιλεγόμενες παγκόσμιες κληρονομιές.
Διαφωνία σε επίπεδο ηγετών
Εκτός από τους απλούς λάτρεις της πίτσας, η προσθήκη ανανά ως γαρνιτούρα έφτασε να απασχολήσει και τους ηγέτες χωρών, όταν το 2017, ο τότε Ισλανδός πρόεδρος Γκούντι Θ. Γιόχανεσον είχε πει σε μια ομάδα μαθητών λυκείου ότι ήταν ριζικά αντίθετος στην τοποθέτηση ανανά στην πίτσα. Μάλιστα, είχε προσθέσει αστειευόμενος ότι, αν μπορούσε, θα απαγόρευε τον ανανά στην πίτσα αρκεί να λάμβανε το 30% των ψήφων από άτομα κάτω των 21 ετών.
Το αυθόρμητο σχόλιό του είχε καλυφθεί τότε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης και ενέπνευσε πολλούς, ανεξάρτητα από την προτίμησή τους στη χαβανέζικη πίτσα, να εκφράσουν τις απόψεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Διασημότητες μοιράστηκαν την προτίμηση ή την αποστροφή τους για τη χαβανέζικη πίτσα, συμπεριλαμβανομένου του τότε πρωθυπουργού του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, ο οποίος είχε εκφράσει την υποστήριξή του γράφοντας στο Twitter: «Έχω ανανά. Έχω πίτσα. Και υποστηρίζω αυτή τη νόστιμη δημιουργία του Νοτιοδυτικού Οντάριο».
I have a pineapple. I have a pizza. And I stand behind this delicious Southwestern Ontario creation. #TeamPineapple @Canada
— Justin Trudeau (@JustinTrudeau) February 24, 2017
Όταν το θέμα πήρε διαστάσεις, ο Ισλανδός πρόεδρος έσπευσε να διευκρινίσει ότι απλώς αστειευόταν και ότι δεν είχε προφανώς την εξουσία να απαγορεύσει συγκεκριμένες γαρνιτούρες για την πίτσα. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι ούτε ο ίδιος θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου ο ηγέτης θα μπορούσε να απαγορεύσει οτιδήποτε δεν τους αρέσει.
We just received this statement from Iceland’s President Guðni Th. Jóhannesson regarding his thoughts on pineapple on pizza. pic.twitter.com/uiFtpNhHGL
— As It Happens (@cbcasithappens) February 21, 2017
Αξίζει να σημειωθεί ότι η χαβανέζικη πίτσα ήταν η πιο δημοφιλής στην Αυστραλία το 1999, αντιπροσωπεύοντας το 15% των συνολικών πωλήσεων πίτσας. Μια δημοσκόπηση του 2015 στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι η χαβανέζικη πίτσα ήταν η πιο συχνά διαθέσιμη, ενώ μια αμερικανική έρευνα του 2016 σε ενήλικες τοποθετούσε τον ανανά στις τρεις λιγότερο αγαπημένες γαρνιτούρες πίτσας, μαζί με τις αντζούγιες και τα μανιτάρια.
Many thanks to the loyal supporters of #pineappleonpizzas for this delivery today, along with a clear message! 🍍🍕👍🏻 pic.twitter.com/sljYEJWRoR
— Iceland in UK 🇮🇸 (@IcelandinUK) February 22, 2017