Σε μια Αθήνα που μύριζε γιασεμί και έμοιαζε σαν να ήταν πάντα φωτισμένη με θεατρικούς προβολείς, ήρθε στον κόσμο, στις 12 Ιουνίου 1910, η Μαρίκα Κρε(β)βατά – η ίδια επιθυμούσε το επώνυμό της με ένα βήτα. Γεννήθηκε μέσα στην καρδιά μιας οικογένειας όπου το αίμα… έρρεε καλλιτεχνικό.
Ο πατέρας της Σταμάτης Κρεββατάς ήταν μουσικός, η μητέρα της Σοφία Παντελιάδου ηθοποιός, και η γιαγιά της Ροζαλία Παντελιάδου είχε αφήσει ήδη ανεξίτηλα ίχνη στο θεατρικό σανίδι της Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η τέχνη ήταν το οξυγόνο της.
Όμως, τα παιδικά της χρόνια σκιάστηκαν νωρίς από απώλειες. Σε ηλικία μόλις δύο ετών, η μικρή Μαρίκα έχασε τον πατέρα της και την αδελφή της Θάλεια. Η φτώχεια και η απουσία έγιναν νωρίς σύντροφοι, και το θέατρο –αρχικά όχι ως καριέρα, αλλά ως καταφύγιο– μπήκε στη ζωή της.
Για να μην μένει μόνη στο σπίτι, άρχισε να ανεβαίνει στη σκηνή. Ήταν ακόμη παιδί όταν εμφανίστηκε στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας ένα από τα παιδιά της Μήδειας.
Η πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση ήρθε το 1925, με το θίασο της Ροζαλίας Νίκα. Από εκεί και πέρα η πορεία της εξελίχθηκε ραγδαία. Περιόδευσε με γνωστούς θιάσους στην ελληνική επαρχία, πήρε μέρος σε παιδικές παραστάσεις, κωμωδίες, επιθεωρήσεις, δράματα – και τελικά βρήκε τον εαυτό της στο μουσικό θέατρο και την οπερέτα, εκεί όπου μπορούσε να αναδείξει την εξαιρετική φωνή που διέθετε.
Ξεχώρισε με έργα όπως «Η γυναίκα του δρόμου» του Νίκου Χατζηαποστόλου, «Χριστίνα» του Σακελλαρίδη, αλλά και στην «Εύα» του Φραντς Λέχαρ. Όμως το κοινό τη λάτρεψε στην οπερέτα «Η Πιπίτσα μας» του Στάθη Μάστορα, εκεί όπου γεννήθηκε το τραγούδι-σύμβολο του μεσοπολέμου:
Πίτσα, Πιπίτσα, Πηνελοπίτσα,
απ΄ το καιρό, παιδί μου, που ΄γινες κομμάτι
να μας πεθάνεις όλους, το ΄βαλες γινάτι!
Καημένη Πίτσα, Πηνελοπίτσα,
θα μας πεθάνεις μα το ναί
αφότου σήκωσες ψηλά τον αμανέ!
Η «Πιπίτσα» έγινε το παρατσούκλι της και η υπογραφή της σε μια εποχή που οι λέξεις, το γέλιο και η μουσική θεράπευαν πληγές πολέμων, φτώχειας και απωλειών.
Παράλληλα με το θέατρο η Μαρίκα Κρεβατά βρήκε το δρόμο της και στον κινηματογράφο.
Αν και οι ρόλοι της ήταν κυρίως δευτερεύοντες, κατάφερε να τους δώσει μια ξεχωριστή υπόσταση. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την αριστοκράτισσα και αυστηρή μητέρα της Αλίκης στο Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, τη χαρτοπαίχτρα στον Ηλία του 16ου, τη σκληρή συνδικαλίστρια μάνα στην Κόμισα της φάμπρικας, ή την ψευτοκωφάλαλη στην Εταιρεία θαυμάτων, την κινηματογραφική διασκευή της επιτυχημένης κωμωδίας του Δημήτρη Ψαθά;
Η προσωπική της ζωή είχε επίσης το άγγιγμα της μοίρας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, παντρεύτηκε τον ηθοποιό Άγγελο Μαυρόπουλο, πρωταγωνιστή της οπερέτας. Ο γάμος τους κράτησε μόνο τρεις μήνες, όμως καρπός του υπήρξε η Γκέλυ Μαυροπούλου – που κι εκείνη συνέχισε τη θεατρική παράδοση της οικογένειας.
Αργότερα, η Μαρίκα Κρεβατά βρήκε συντροφικότητα και δημιουργία στο πλευρό του επίσης ηθοποιού Γιώργου Γαβριηλίδη, με τον οποίο έμειναν μαζί στη ζωή και στη σκηνή μέχρι τον θάνατό του, το 1982.
Μόνιμη κάτοικος Αθηνών, μιλούσε γαλλικά και ήταν από εκείνες τις γυναίκες που ήξεραν να φέρουν τη λάμψη της τέχνης ακόμα και στις πιο καθημερινές στιγμές τους.
Το 1973, ύστερα από δεκαετίες καλλιτεχνικής προσφοράς, αποσύρθηκε από το θέατρο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έζησε μακριά από τα φώτα, παλεύοντας με την άνοια – μια σκληρή ασθένεια για μια γυναίκα που είχε χαρίσει τόσα χαμόγελα και ζωντάνια στο κοινό της.
Η Μαρίκα Κρεβατά άφησε την τελευταία της πνοή στις 14 Σεπτεμβρίου 1994, σε ηλικία 84 ετών, σε μια κλινική στην Αθήνα. Η κηδεία της έγινε στον Κόκκινο Μύλο, ήσυχα και σεμνά, όπως της άξιζε.
Έφυγε από τη ζωή, μα η μορφή της δεν ξεχάστηκε. Ανήκει πια στη γενιά των ηθοποιών που έγραψαν ιστορία χωρίς ποτέ να το φωνάξουν. Μια ζωή γεμάτη θέατρο, τραγούδι, έρωτες, απώλειες και την ευλογία να έχει ζήσει μέσα στο ίδιο της το πετσί αυτό που για άλλους είναι απλώς ρόλοι: την ίδια την ψυχή της Τέχνης.
Κάλλια Λαμπροπούλου