Απαγγελίες ποιημάτων, τραγούδια, καψόνια στον δάσκαλο –όσα δηλαδή συμβαίνουν σε μια σχολική αίθουσα– συνέβαιναν και στο ιστορικό Φροντιστήριον Τραπεζούντος όταν ο Δημήτρης Ψαθάς, ο μεγάλος συγγραφέας, ήταν ακόμα μαθητής του Δημοτικού Σχολείου.
Στο συγκλονιστικό έργο του Γη του Πόντου, οι μνήμες των θρανίων είναι από τις πιο ευχάριστες.
Ήταν άλλωστε οι τελευταίες ανέμελες μέρες της Τραπεζούντας αυτές που περιγράφει, καθώς σύντομα οι Τούρκοι θα άρχιζαν το διωγμό των Αρμενίων, και μετά των Ελλήνων…
≈
Ολόρθο, επιβλητικό, στέκεται κατάντικρυ στην θάλασσα το ξακουστό σχολειό μας –ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ– καμάρι της πόλης μας και όλου του ποντιακού ελληνισμού.
Όταν περνάς απ’ έξω, όλο και κάποια τάξη θα έχη Ωδική και τότε ακούς:
— Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου…
Αν όχι αυτό, τότε το άλλο:
— Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνάάάάά.
Η τσάντα στο ένα χέρι, το κασκέτο στο κεφάλι και στο άλλο χέρι το καλάθι με το φαγητό, τα πόδια δεν περπατούν, χοροπηδούν και πότε το ένα κλωτσάει μια πέτρα, πότε το άλλο, ως που να φτάσουν στην μεγάλη σιδερένια πόρτα, όπου άγρυπνος φρουρός ο Λογγινίδης, με την μακριά βιβλική του γενειάδα, δίνει τον τόνο της αλλαγής της ατμοσφαίρας με την απλή και μόνο εμφάνισή του ή –όταν δεν φτάνει αυτή– και με την βίτσα.
Θεέ μου, πόσο όμορφη και πόσο ευρύχωρη είναι η τάξη μας με τα μεγάλα πλατιά παράθυρά της γεμάτα φως!
Σωστή ζωγραφιά είναι πέρα το πέλαγος, όπου συχνά γράφονται μαύρες μακριές λουρίδες επάνω στο γαλάζιο –κοπάδια από δελφίνια που κυλιούνται και τρελοπαίζουν πηδώντας έξω απ’ τα νερά– γεμάτος πάντα ο αέρας γλάρους, που πετούν ασταμάτητα γύρω‐τριγύρω, ζυγίζοντας τα κάτασπρα φτερά τους και κάθε τόσο βουτούν στην θάλασσα για να τσιμπήσουν κάτι.
Οχλοβοή στην τάξη, απότομα, όμως, πάγος – μπήκε ο δάσκαλος! Όρθιοι όλοι εμείς κι εκείνος τραβά στην έδρα σοβαρός:
–Καθίστε…
Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής, πολύ εύτακτος, πολύ ντροπαλός –κοκκίνιζα με το παραμικρό–, αλλά αυτές μου οι ιδιότητες δεν μ’ εμπόδιζαν καθόλου να συναγωνίζομαι με αρκετή επιτυχία τους «αμελείς» με κάθε είδους αταξία.
Ήμουν πολύ καλός στα Ελληνικά και είχα τέτοιο ταλέντο στην απαγγελία, ώστε όταν ο δάσκαλος μας έβαζε ν’ αποστηθίζουμε ποιήματα, με σήκωνε πρώτον και καλύτερο και τότε εγώ, πολύ περήφανος, τιναζόμουν ευθύς απ’ το θρανίο μου κι απάγγελνα με στόμφο:
«Ο αέρας θύμωσε, με τον ήλιο μάλωσε! Ο αέρας έλεγε: — Είμαι δυνατότερος!.. Και ο ήλιος έλεγε: — Σε περνώ στην δύναμη!»…
Τέντωνα το κορμί μου, τόνιζα δυνατά την κάθε λέξη, χρωμάτιζα κατάλληλα τον κάθε στίχο κι άπλωνα τα χέρια μου σε άνοστες χειρονομίες, για το ζωντάνεμα της περιγραφής του ποιητή. Το φόρτε μου, μάλιστα, ήταν ένα άλλο ποίημα, όπου ήμουν άφθαστος:
Είπ’ ο καπνός μια μέρα
μεγάλος θα γινώ
θ’ ανέβω στον αέρα
θα πάω στον ουρανό!…
Και δεν ήταν μόνο η απαγγελία που μου εξασφάλιζε μια δόξα, αλλά και οι εκθέσεις. Στο μάθημα αυτό κανένας δεν με συναγωνιζόταν, κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολειό, εκεί μπροστά του –ω τι χαρά!– ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ’ τα παράθυρα, εγώ κουλουριαζόμουν επάνω στο θρανίο, γρατζούνιζα με οίστρο το χαρτί, τέλειωνα πάντα πρώτος, σηκωνόμουν και παράδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών, που ιδροκοπούσαν ακόμα και αγκομαχούσαν.
Όση όμως δόξα μάζευα στα Ελληνικά, την έχανα στα Μαθηματικά –δεν τα ’παιρνα, ο καημένος– με το μοιραίο αποτέλεσμα να πέφτω σε ανυποληψία την ώρα των δεκαδικών ή των κλασμάτων και να περιμένω με υπομονή τις άλλες καλές μου ώρες, για να ξαναγυρίσω στην διασημότητα.
Ο δάσκαλός μας των Ελληνικών με συμπαθούσε πολύ κι όταν με σήκωνε στο μάθημα συνήθιζε να λέει:
–Έλα εσύ… δημοσιογράφε! […]
Σιγά‐σιγά, όμως, τα πράματα άρχισαν ν’ αλλάζουν και τώρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος όλο και βλέπαμε πιο άγριους τους Τούρκους και νοιώθαμε τριγύρω μας να βαραίνει ο αέρας. Αφού μας βάλαν στο σχολειό να μαθαίνουμε και τούρκικα! Αυτό μας φαινόταν πάρα πολύ αστείο –να ’χουμε «χότζα» ανάμεσα στους άλλους μας δασκάλους!– και φυσικά, ο δύστυχος ο «Τούρκος» γινόταν στόχος μεγάλης καζούρας.
Με ιώβεια υπομονή, ο καημένος, προσπαθούσε να μας μάθει το τούρκικο αλφάβητο –το παλιό αραβικό– που δεν έφτανε ότι είχε 34 γράμματα, αλλά ήταν και… τετραπλό, γιατί διαφορετικά γραφόταν το κάθε γράμμα του όταν ήταν ανεξάρτητο, αλλιώς όταν βρισκόταν στην αρχή της λέξης, αλλιώς όταν βρισκόταν στην μέση κι αλλιώς στο τέλος. Το σύστημα έμοιαζε με στενογραφία και η γραφή πήγαινε ανάποδα, απ’ τα δεξιά προς τ’ αριστερά:
— Όγλουμ, προσέξατε, ας είπωμεν ότι γράφομεν την λέξιν μεμλεκέτ.
Καθώς, όμως, ο χότζας έγραφε στον πίνακα και ιδρωκοπούσε να εξηγήσει ποια γράμματα έπρεπε να τοποθετηθούν στην λέξη «μεμλεκέτ», ακούγεται ξαφνικά στην τάξη μια οξύτατη φωνή… γλάρου. Απορημένος αφήνει την κιμωλία του και στρέφει:
— Τι ήτο;
— Τίποτα, χότζα εφέντη.
— Πώς τίποτα, όγλουμ. Ήκουσα την φωνήν του τσίνου.
— Είναι απ’ έξω, χότζα εφέντη. Τι γυρεύει ο τσίνος μέσα στην τάξη μας;
Έριχνε την ματιά του ο χότζας έξω απ’ τα παράθυρα, αλλά οι γλάροι –οι «τσίνοι», όπως τους λέγαμε– βρισκόντουσαν πολύ μακριά για να φτάνει η φωνή τους μέσα. Με ζωηρές αμφιβολίες κουνούσε το κεφάλι, έριχνε μια αυστηρή ματιά στα τελευταία θρανία κι ύστερα έστρεφε και ξανάπιανε την κιμωλία. Προτού, όμως, προλάβει να συνεχίσει, νά ένα δυνατό, απότομο φτεροκόπημα κι ένας πελώριος γλάρος πετούσε αλαφιασμένος μέσα στην τάξη.
Αναστάτωση, γέλια, φωνές:
—Θα κουτσουλήσει!
Εμβρόντητος έμενε ο χότζας καθώς έβλεπε ολόκληρη την τάξη να κυνηγά τον γλάρο –τα παιδιά ν’ ανεβαίνουν επάνω στα θρανία, ακόμα και στην έδρα– κι ύστερα πετούσε την κιμωλία του και απειλούσε καταγανακτημένος:
—Θα αναφερθώ εις την διεύθυνσιν! Δεν υπάρχει σεβασμός προς το μάθημα των τουρκικών.
Σεβασμός δεν υπήρχε, βέβαια, αλλά σιγά‐σιγά άρχισε να ’ρχεται ο φόβος…