Όλα ξεκινούν από το κοινό ρήμα κλαίω (ή κλαίγω, κλαίνω, κλάνω, κ.ο.κ., ανάλογα την περιοχή), το οποίο στην ποντιακή διάλεκτο δεν έχει κάποια διαφορετική ερμηνεία, έχει όμως ενδιαφέρουσες παραλλαγές και απαντά σε ωραίες παροιμίες τις οποίες έχει αποδελτιώσει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου. Για παράδειγμα:
Μη κλαις, κιφάλ’, ντο έπαθες, κλάψον ντο θα παθάντζ.
[για πιθανές επερχόμενες συμφορές]
ή
Κλαίει την γούλαν ατ’.
[αυτός που παραπονιέται για την έλλειψη φαγητού]
ή
Το κλαμένο το πουλί τρώει το γελασούμενο.
[«επί μεμψιμοίρου απολαμβάνοντος περισσότερα άλλου ατυχεστέρου αλλά γελαστού», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ΑΠ]
Και πάμε στα παράγωγα: Κλαημός είναι ο θρήνος και ο οδυρμός (από το «κλαυθμός»). Σχετικό τραγούδι:
’Σου πεθερού μου την αυλάν μέγας κλαημός εξέβεν,
γιά ο πεθερό μ’ επέθανεν, γιά η πεθερά μ’ εθάφεν.
Την ίδια σημασία έχει και το κλαίος (ή η κλαίη), που σχηματίζεται κατά το πρότυπο του «γελώ-γέλως», αλλά και η κλαίση.
Παροιμίες γεμάτες λαϊκή/ποντιακή σοφία παρατίθενται και εδώ:
Το πολλά το γέλως έχει και κλαίος.
[όπως λέμε στην καθημερινότητα «σε καλό να μας βγει», μετά από πολύ γέλιο]
ή
Η κλαίη την κλαίη φέρει.
[πρόληψη κατά την οποία το παρατεινόμενο πένθος θα φέρει και άλλη ατυχία]
και
Ευρίσκω κλαίσιν κλαίω σε, λύπην εσέν λυπούμαι.
Στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχει και το μεταβατικό ρήμα κλαινίζω, που σημαίνει «κάνω κάποιον να κλαίει». Για παράδειγμα:
Κλαινίζω το μωρόν, ή η κατάρα Ο Θεός να κλαινίζει σε.
Αντίστοιχα με όλες αυτές τις μορφές του ρήματος, είναι και τα σχετικά επίθετα και οι μετοχές: Κλαιμένος ο κλαμένος, ενώ ο κλαψιάρης («ο συνεχώς κλαίων» κατά τον ΑΠ) είναι κλαιμέας, κλαιμάρης, κλαιμούτζης, ή ο κλαιμούτζικος του τίτλου.
Και μετά από τόση… κλαίση, «Κλώσκουμαι μετανίσκουμαι / και τα δάκρυα μ’ σπογγίζω»: