Πεύκα και έλατα κάλυπταν την όμορφη επαρχία της Κερασούντας, μετατρέποντάς την σε πράσινο «θησαυροφυλάκιο» για τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν εκεί και εμπορεύονταν ξυλεία και έφτιαχναν σανίδες κυρίως για την ανέγερση οικοδομών.
Πληροφορίες για τον δασικό πλούτο της περιοχής δίνει, ήδη από το 1937, ο Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης στο έργο του «Λαογραφικά Κερασούντος» που πολύ αργότερα, το 2010, εκδόθηκε από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών στο Αρχείον Πόντου, Παράρτημα 26.
≈
Ο δασικός πλούτον στον καζά Κερασούντος δεν ήταν ευκαταφρόνητος. Πυκνότατα δάση από πεύκα και έλατα εκάλυπταν την ύπαιθρον χώραν, σχεδόν ολόκληρο.
Ο μακαρίτης Κωνστ. Παπαμιχαλόπουλος, που επεσκέφθη κατά την ιστορική του περιοδεία στον Πόντο και την Κερασούντα, αναφέρει πολλά στο εκδοθέν κατόπιν έργο του «Περιήγησις εις τον Πόντον», περί της υλομανούς αυτής χώρας, αναφερόμενος στη βλάστηση και την ποντική χλωρίδα εν γένει, μαζί με τις άλλες γλαφυρότατες περιγραφές του τόπου.
Για την εκμετάλλευση του δασικού αυτού πλούτου ιδρύθηκαν τρία μεγάλα ατμοκίνητα εργοστάσια από του 1890.
Το πρώτον εγκατεστάθη στο Κιαβούρ Χεντέκ «Κουλάκ-καγια» από Αγγλικήν Εταιρείαν με την πρωτοβουλίαν του εκ Κωνσταντινουπόλεως Γενίδουνια, εκ των διακεκριμένων προκρίτων της Πόλης.
Οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου ήσαν αντάξιες της Αγγλικής επιχειρηματικότητος. Μετά 20 χρόνων συνεχή λειτουργία το εργοστάσιο εξήντλησε την δασικήν ύλην της περιφερείας, την κατάλληλο διά σανιδοποίηση. Τα βιομηχανικά προϊόντα του εργοστασίου αυτού, στη διοίκηση του οποίου έλαβε αργότερα μέρος και ο αείμνηστος Γεώργιος Κ. Πισάνης, ιδιοκτήτης και διευθυντής του μεγάλου εμποροτραπεζιτικού οίκου στην Κερασούντα, εξήγοντο σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και του εξωτερικού. Το υλικό ήταν άριστο και κατάλληλο κυρίως για τις οικοδομές. Μετεφέρετο από τον τόπο της παραγωγής στην Κερασούντα παλαιότερα με βοδάμαξα και κατόπιν με ιπποκίνητα κάρρα.
Μετά την διακοπήν της λειτουργίας του εργοστασίου του Κιαβούρ Χεντέκ, ιδρύθηκε στο Ερμέζ Δαγ παρά το Τσιάλ Δαγ, εις απόσταση έξι ωρών από της Κερασούντος πλησίον της δημοσίας οδού προς Καραχισάρ, έτερον εργοστάσιον σανιδοποιίας, το οποίον περιήλθε λόγω της κακής διαχειρίσεώς του από χέρια σε χέρια. Ο εκτοπισμός της Κερασούντας συνέπεσε με την αγοράν και κατοχήν του εργοστασίου αυτού από τον αείμνηστον Νικόλαον Ι. Ιασονίδην διά λ/σμόν του ομώνυμου οίκου.
Εν τω μεταξύ είχε ιδρυθεί στον ποταμόν Άκσουϊ εις δίωρον από την πόλη απόσταση έτερο μεγάλο τοιούτο εργοστάσιον των Αδελφών Γεωργίου Μαυρίδου και Σία. Αυτό ήτο το τελειότερο απ’ όλα και είχε ως δασική περιφέρεια το βουνό Κέγκενι και μέρος της Καζάν καγιας.
Η εταιρεία αυτή κατόρθωσε να καθαρίσει την κοίτη του ποταμού εις μεγάλην απόσταση και έτσι οι κομμένοι κορμί των δένδρων στο δάσος ερίχνοντο στον ποταμό από τα υψώματα και έφθαναν στο εργοστάσιο χωρίς άλλη πρόσθετη δαπάνη.
Πλην ο παγκόσμιος πόλεμος έθεσε απότομο τέρμα στην ωραία αυτή επιχείρηση και το εργοστάσιο περιήλθε τελικώς σε χέρια Τσετέδων και εξηφανίσθη αργότερα.
Διάφορα άλλα μικρά ιδιωτικά εργοστάσια με χειροκίνητα πριόνια εργάζονταν, παράλληλα προς τα μεγάλα ατμοκίνητα. Αυτά κατεγίνοντο με την παραγωγή άλλης ξυλείας διά μαραγκούς ιδίως και διά ναυπηγικάς εργασίας. Άφθονος φυσικά ήταν και η καύσιμος ύλη.
Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης