Ήταν απόγευμα του Σαββάτου 5 Αυγούστου 1917, ή 18 Αυγούστου με το σημερινό Γρηγοριανό ημερολόγιο, όταν το κέντρο της Θεσσαλονίκης άρχισε να σκεπάζεται από μαύρους καπνούς. Μια φωτιά που εκδηλώθηκε τυχαία έμελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη ιστορία της πόλης και να αλλάξει τη φυσιογνωμία της. Μέσα σε 32 ώρες, κάηκαν 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 τετρ. μ. και έμειναν άστεγοι περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής, πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Αν και οι ανθρώπινες απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες, με μοναδικούς νεκρούς λίγους Γάλλους στρατιώτες, η πληγή που άφησε στον πληθυσμό της άργησε πολύ να επουλωθεί.
Η πόλη πριν από την πυρκαγιά
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πόλεις των Βαλκανίων. Το λιμάνι της ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίου. Μόλις μια πενταετία πριν είχε απελευθερωθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούταν από Σεφαραδίτες Εβραίους και ακολουθούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, καθώς και άλλοι πληθυσμοί, προερχόμενοι από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πόλη είχε μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων, φιλοξενώντας χιλιάδες Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες.
Πώς εξαπλώθηκε η φωτιά
Όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, η φωτιά ξεκίνησε περίπου στις 15:00 το μεσημέρι από ένα φτωχικό σπίτι όπου κατοικούσαν δύο Ελληνίδες πρόσφυγες, στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης.
Λέγεται ότι προκλήθηκε από σπίθα φωτιάς ενός καζανιού για καθάρισμα ρούχων με βραστό νερό, που έπεσε από μια τρύπα στο δάπεδο σε υπόγεια αποθήκη με άχυρο. Λόγω της δέσμευσης του νερού για τα κοντινά συμμαχικά στρατόπεδα, αλλά και της αδιαφορίας των γειτόνων, η φωτιά δεν σβήστηκε εγκαίρως και πολύ σύντομα, λόγω του σφοδρού Βαρδάρη που έτυχε να φυσάει, οι φλόγες μεταδόθηκαν στα γειτονικά σπίτια και άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλο το κέντρο.
Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: η πρώτη ήταν προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και ή δεύτερη προς την αγορά μέσω της οδού Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν, ωστόσο ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά κατέβηκε γρήγορα στην καρδιά της πόλης.
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιδιέ), όπου σταμάτησε. Τελικά, το βράδυ της 6ης (ή 19ης Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) σταμάτησε η εξάπλωσή της.
Χωρίς νερό και πυροσβέστες
Τεράστιο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Επιπλέον, στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, παρά μόνο λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή σχεδόν ανύπαρκτο εξοπλισμό.
Η μόνη ελπίδα για τη Θεσσαλονίκη ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της 18ης Αυγούστου, ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το Διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά δεν συνέχισε και αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει τον δρόμο της. Το επόμενο πρωί δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο, ενώ το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε από Γάλλους στρατιώτες.
Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση.
Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Υπάρχουν αναφορές ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν.
Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του (και μάλιστα επί τόπου, χωρίς δίκη) που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες. Αξίζει να σημειωθεί ότι για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα…
Στέγαση και περίθαλψη πυροπαθών
Για τη στέγαση και την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η Διεύθυνσις Θυμάτων Πυρκαγιάς, διευθυντής της οποίας ορίστηκε ο Αλέξανδρος Α. Πάλλης.
Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 Μωαμεθανοί. Περί τα 5.000 άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Βόλο και τη Λάρισα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.
Στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσεως Θυμάτων Πυρκαγιάς ήταν ο συντονισμός της ορθόδοξης, της Μωαμεθανικής και της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, καθώς και διαφόρων ιδιωτικών σωματείων, για την αντιμετώπιση των αναγκών των πληγέντων και γενικότερα η οργάνωση της περίθαλψης των πυροπαθών. Στην κατεύθυνση αυτή συστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή Εράνων, που ανέλαβε τη συγκέντρωση και διαχείριση των χρημάτων από τους εράνους που διεξήχθησαν υπέρ των πυροπαθών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Τους μήνες μετά την πυρκαγιά οι άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους στεγάστηκαν σε καταυλισμούς που δημιούργησαν οι βρετανικές και οι γαλλικές αρχές, καθώς και σε σχολεία, συναγωγές και άλλα κτίσματα, που επιτάχθηκαν και σε κτήρια που είχαν υποστεί μικρές μόνο ζημιές ή σε σπίτια που δεν είχαν καεί. Σε κάθε καταυλισμό υπήρχε χειρουργείο για ελαφρά περιστατικά καθώς και σχολείο, συναγωγή και μαγειρεία εκστρατείας.
Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να κατασκευάσει οικίσκους για 3.500 οικογένειες. Προκειμένου οι συνθήκες διαβίωσης στις περιοχές αυτές να είναι καλές, κατασκευάστηκαν και υδραγωγεία, αποχετεύσεις κ.α.
Επίσης, το Εργατικό Κέντρο διένειμε εργαλεία στους πληγέντες εργάτες, που ήταν οργανωμένοι, ενώ για τους υπόλοιπους έγινε κλήρωση στα γραφεία της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαγιάς και ο δήμος έδωσε χρήματα για την ανέγερση παραπηγμάτων που θα χρησιμοποιούνταν ως μαγαζιά από μικροεμπόρους.
Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τετραγωνικά μέτρα ή 120 εκτάρια.
Η περιοχή που κάηκε ήταν κυρίως η περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης και Εθνικής Αμύνης.
Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.
Μεταξύ των κτηρίων που κάηκαν ήταν το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, οι εταιρείες Ύδρευσης και Φωταερίου, η Οθωμανική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών, ο ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλοι δύο ορθόδοξοι ναοί, το Σαατλή Τζαμί και άλλα 11 τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα, αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.
Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις χιλιάδες των πληγέντων, κανένας κάτοικος της πόλης δεν έχασε τη ζωή του από την πυρκαγιά, επειδή εξαπλωνόταν αργά, επιτρέποντας έγκαιρη διαφυγή. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί.
Αποζημιώσεις και ανοικοδόμηση
Μετά την καταστροφή, οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν επιφυλακτική στάση και έστειλαν πράκτορές τους να ερευνήσουν επί τόπου, προσπαθώντας να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες εμπρησμών από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους, προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή των τεραστίων ποσών στους ασφαλιζομένους τους.
Τελικά όμως, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων.
Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τον Ν. 823/1917 που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918.
Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμη και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών, υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρότερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της τη σύγχρονη ρυμοτομία και όψη που διατηρεί έως σήμερα.
Πηγή: wikipedia.org