Για χρόνια, την πρώτη μέρα του Αυγούστου το μοναστήρι Καραπτάλ γέμιζε με Τούρκους αγάδες και τα ασκέρια τους που είχαν μαζί μουσικά όργανα. Λίγες μέρες μετά, στις 7 Αυγούστου οι ίδιες ομάδες πήγαιναν και στο μοναστήρι Χωνευτέρ’.
Τα μοναστήρια βρίσκονταν ανάμεσα σε κάμπο και τις περιοχές Ματσούκας-Πλατάνων (Ατσαμπάτ)-Τόνγιας, ωστόσο πληροφορίες για αυτά δεν υπάρχουν καθώς δεν ήταν πολλοί που γνώριζαν την ιστορία πίσω από τα ερείπιά τους.
Όμως ο Τσιτενός Ιωάννης Αβραμάντης είχε μοιραστεί μια ιστορία από τον Τούρκο Γιακούπ-αγά, σε άρθρο του στην Ποντιακή Εστία, το 1951. Ο αγάς είχε διηγηθεί όσα γνώριζε με την προϋπόθεση να γίνουν γνωστά όταν εκείνος δεν θα ζούσε πλέον.
≈
Μεταξύ Ματσούκας, Ατσαμπάτ και Τόνγιας και στον κάμπο που εκτείνεται κάτω από ένα βουνό, σώζονται τα ερείπια δύο μοναστηριών με τα ονόματα «Καραπτάλ» και «Χωνευτέρ’». Κάθε χρόνο οι Τούρκοι αγάδες κι’ από τις τρεις επαρχίες, επικεφαλής ομάδων νέων οπλοφορούντων και με μουσικά όργανα επήγαιναν εκεί και πανηγυρίζανε.
Την πρώτη Αυγούστου πηγαίνανε στο «Καραπτάλ» και στις επτά του ιδίου στο «Χωνευτέρ’».
Κάθε ομάδα διασκέδαζε χωριστά και οι συγκρούσεις μεταξύ των δεν ήταν σπάνιες. Στις πανηγύρεις αυτές δεν πήγαιναν Χριστιανοί. Και το γεγονός αυτό στάθηκε αιτία να ερωτήσω μία μέρα ένα Τούρκο συγχωριανό μας, τον Γιακούπ-αγά, άνθρωπο μέθυσο αλλά γνωστικό, για την ιστορία των μοναστηριών αυτών.
Ο Τούρκος δέχθηκε να μου αφηγηθή την ιστορία αυτή, υπό τον όρον να μην την ανακοινώσω προτού πεθάνει. Ιδού αυτή κατά τα λεγόμενά του:
Τα μοναστήρια «Καραπτάλ» και «Χωνευτέρ’» τάκαψε ο βασιληάς της Περσίας Χοσρόης περνώντας απ’ εδώ για την Πόλη, και έσφαξε και τετρακόσιους καλόγηρους.
Το «Χωνευτέρ’» είχε μια δεξαμενή και όποιος λουζόταν μέσα σ’ αυτή θεραπευόταν από ό,τι αρρώστεια κι’ αν είχε.
Οι γιορτές άρχιζαν στις είκοσι πέντε του Ιουλίου και διαρκούσαν ως τις εφτά Αυγούστου.
Έπειτα έκαψε και το μοναστήρι Βαζελώνος και οι δεκάξη καλόγεροι του κατέφυγαν στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Τότε το Χαψίκιοϊ είχε πέντε χωριά. 1) Το Χαψίκιοϊ 2) Το Χαμουρί 3) Το Χαμονή 4) Το Κούνακα 5) Τα Θέρσα. Όλα αυτά τα ερήμωσε ο Χοσρόης.
Οι πρόγονοί μου –συνεχίζει ο Γιακούπ-αγάς– ήταν χριστιανοί και κατείχον υψηλή θέση. Τρεις αδελφοί από αυτούς αξιωματικοί τούρκεψαν και πήραν ο ένας τη Ματσούκα (ο Εγίπ) ο δεύτερος (ο Μπαϊρακτάρης) το Ατζαμπάτ και ο τρίτος (ο Σαλέχ) την Τόνγια. Τότε άρχισε φοβερός διωγμός των Χριστιανών που εξαναγκάστηκαν άλλοι να αλλαξοπιστήσουν, άλλοι να υποκρίνωνται το μουσουλμάνο και άλλοι να καταφύγουν σε δάση, σε βουνά και σπήλαια.
Πολλοί όμως, από τους αλλαξοπιστήσαντας αυτούς, αναζητούσαν στα δάση και όπου ανακάλυπταν χριστιανούς τους έπαιρναν για να τους έχουν καλλιεργητές των κτημάτων τους. Αλλά ένας Τούρκος Τουρ-Αλή λεγόμενος, για τα απειράριθμα εγκλήματά του κατάντησε φοβερή μάστιξ του τόπου.
Σήμερα –λέει ο Τούρκος– το νερό της δεξαμενής στο «Χωνευτέρ’» δεν υπάρχει.
Αλλ’ αν βάλης το αυτί σου και αφουκραθής από την τρύπα του, θ’ ακούσης μια μεγάλη βοή που προέρχεται σαν από κάποιο υπόγειο ποτάμι.
Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Γιακούπ-αγά που μου θυμίζει τ’ Αυγουστιάσματα που συνέπιπταν με τη χρονική περίοδο από του Θερινού έως Αυγούστου. Σ’ αυτό το διάστημα δεν κόβαμε τίποτε φρέσκο από τους λαχανόκηπους και οι Ρωμάνες στα παρχάρια ούτε έπαιρναν στα κοπάδια τους ξένο ζώο ούτε έδιναν από τα δικά τους. Γιατί σ’ αυτές τις δώδεκα ημέρες τ’ άστρα αλλάζουν θέση.
Σχετικά με το διαβόητο Τούρ-Αλή εσώζετο στη Ματσούκα το εξής στιχάκι:
Δύσα, δύσα δυσόκωλε και καβαλλαρόκωλε
Έχ’ ‘κ’ έρται Αλής ο Τούρ-Αλής με τα ψιλά, με τα χοντρά
με τ’ αιγιδί με τ’ ελαφί τα κέρατα θα βάλλ’ ατά σ’ οπίσ’ις
Έπαρ τα σκατέμπαλα σ’ και ρούξον σην θάλασσαν.
Ι. Αβραμάντης