Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Κι όπως ετούτα έλεγε ο Ισαάκ στη σύζυγό του,
νά σου κι ο γιος τους ο Ησαύ γύρισε απ’ το κυνήγι
κι αρχίνισε ψητά κι αυτός να ψήνει για να δώσει στον γέρο τον πατέρα του.
Και όταν του τα ετοίμασε, του πρόσφερε να φάει
κι έτσι του απευθύνθηκε: «Πατέρα, άκουσέ με,
»απ’ το κυνήγι σού ’φερε ψητό να φας ο γιος σου· φάε να ευχαριστηθείς και δώσε μου τ’ αντίδωρο: ευλόγησέ με τώρα».
Τότε ο Ισαάκ ο γέροντας
στον γιο του έτσι απάντησε: «Ποιος είσαι εσύ που μου μιλάς; Πες μου, λοιπόν, ποιος είσαι;».
Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι», είπε,
«ο Ησαύ, ο γιος σου είμαι πατέρα,
»ο γιος σου ο πρωτότοκος, το σπλάχνο σου το πρώτο. Μα τώρα σε παρακαλώ:
»από τα επουράνια, δώσε μου ευλογία».
ιδ’. Καθώς ο γέροντας ακούει απ’ το παιδί τα λόγια αυτά κι αυτές τις παρακλήσεις,
πολύ αναστατώθηκε και με μεγάλη ταραχή
απορημένος είπε: «Μα ποιος λοιπόν μου έφερε να φάω απ’ το κυνήγι,
»κι αφού ευχαριστήθηκα απ’ όλα τα καλούδια στο τέλος τον ευλόγησα
»κι έχει την ευλογία μου για όλα όσα κάνει;
»Γιατί, πριν έρθεις σπίτι εσύ απ’ τους αγρούς που ήσουν, κάποιος μου πρόσφερε ψητά».
Κι ακούγοντας τα λόγια αυτά,
φωνή μεγάλη έβγαλε ο Ησαύ, και όλο πόνο
κραύγαζε κι έτσι έλεγε: «Εμπρός, λοιπόν, και μην αργείς, ευλόγησε
»και μένα, όπως αυτόν, πατέρα μου.
»Επάξια και δικαίως ζητώ κι εγώ τη χάρη σου τώρα να μου δωρίσεις, κι είθε σ’ εμάς ο Ύψιστος
»από τα επουράνια, να δώσει ευλογία».
ιε’. Ακούγοντας τα λόγια αυτά, ο Ισαάκ του είπε:
«Ο αδερφός σου ο Ιακώβ που ’ρθε πριν από λίγο, με δόλο με ξεγέλασε,
»με πανουργία πήρε αυτός την ευλογία μου που ήτανε για εσένα.
»Τώρα, λοιπόν, τι κάνω; Αυτό που μου ζητάς εσύ, τώρα πώς να σ’ το δώσω;»
Κι ο Ησαύ απάντησε και στον πατέρα του είπε:
«Πώς του ταιριάζει τ’ όνομα που πήρε αυτός στ’ αλήθεια! Έχει, που λένε, τ’ όνομα, μα έχει και τη χάρη· πράγματι, είναι Ιακώβ στα λόγια και στα έργα.
»Και νά που δεύτερη φορά τώρα μ’ εξαπατάει.
»Ήδη τα πρωτοτόκια, τα πήρε από μένα.
»Και τώρα, όπως κατάλαβα, αυτός την ευλογία
»πήρε απ’ τον πατέρα μου.
»Για δεύτερη λοιπόν φορά είναι που αυτός μου στερεί τα όποια δικαιώματα είχα απ’ τη γέννησή μου. Αλλά, παρ’ όλα ταύτα, εγώ θα συνεχίσω και πάλι να παρακαλώ:
»από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».
ιϛ’. Ο Ισαάκ τότε νικήθηκε, καθώς τον γιο λυπήθηκε απ’ της καρδιάς τα βάθη· και ηττημένος νιώθοντας
γυρνά και λέει στον Ησαύ: «Άκου, παιδί μου, τι θα πω·
»εάν στον αδερφό σου την εξουσία έδωσα
»‒κι έχοντας την ευχή μου σε αφθονία θα ’χει αυτός πάντα κρασί και στάρι‒,
»πες μου κι εσύ τώρα τι θες και τι μπορώ να κάνω για σένα εγώ παιδάκι μου».
Ο Ησαύ προς τον πατέρα του και πάλι αποκρίθηκε και κλαίγοντας του είπε:
«Μία σου βρίσκεται, λοιπόν, πατέρα ευλογία; Αυτή ήταν και τελείωσε;
»Ε, μ’ όση σού απέμεινε, κι εμέ ευλόγησέ με».
Τότε ο προπάτορας Ισαάκ βαθιά συγκινημένος,
με δάκρυα και με φωνή μεγάλη, αυτό του είπε:
«Με όποια ευλογία Του, όπως Αυτός επιθυμεί, κι εσένα ο Φιλάνθρωπος τώρα να σ’ ευλογήσει· και άμποτε σε όλους μας
»από τα επουράνια, να δώσει ευλογία».
ιζ’. Όταν το θρήνο έπαψε, ο γέροντας απλώνει
το χέρι του προς τον Ησαύ, τον ευλογεί και λέει:
«Ιδού, λοιπόν, λάβε κι εσύ από τα δροσερά νερά που έρχονται απ’ τα ψηλά·
»κι από της γης τον πλούτο θα έχεις να πορεύεσαι όπου κι αν κατοικήσεις.
»Τροφή με το μαχαίρι σου πάντα θα εξασφαλίζεις.
»Και πάντα θα υπηρετείς τον αδερφό σου πρόθυμα και θα ’σαι και χαρούμενος και ευχαριστημένος.
»Κι αν την υπηρεσία αυτή ποτέ σου δεν την πάρεις πως είναι κάτι σαν σκλαβιά
»‒και τότε πεις πως το ζυγό που έχω στον τράχηλό μου, ν’ αποτινάξω επιθυμώ‒,
»θα πορευτείς ειρηνικά μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο,
»μιας και οργή μες στην καρδιά ποτέ σου δεν θα έχεις.
»Είθε ο Κύριός μας όλα σου τα αιτήματα να σου τα εκπληρώσει· κι όπως Αυτός επιθυμεί, κατά το θέλημά Του, σε σένανε παιδάκι μου
»από τα επουράνια, να δώσει ευλογία».
ιη’. Του Ησαύ η αγανάκτηση κατά του Ιακώβ τρεφότανε και θέριευε απ’ τον πολύ το φθόνο.
Και μελετούσε πώς αυτόν θα γίνει να σκοτώσει –αφού όμως ο πατέρας του
θα τους αφήσει χρόνους–, κι έλεγε από μέσα του:
«Κοντοζυγώνει η ώρα που θα ’ρθεί η ασθένεια να ρίξει τον πατέρα.
»Κι όταν πεθάνει ο γέροντας, από την πρώτη τη στιγμή,
»στην πρώτη ευκαιρία, θα τον σκοτώσω εγώ αυτόν
»‒αυτόν που μ’ εξαπάτησε‒, τον άτιμο αδερφό μου».
Αλλά αμέσως ο Θεός που ακόμα και τους λογισμούς, κι αυτούς τους προγνωρίζει, τα λόγια που τριγύριζαν μες στου Ησαύ τον νου,
τα πρόλαβε στη μάνα τους ‒ τη μάνα και των δύο.
Κι έτσι, την πληροφόρησε και της φωτίζει το μυαλό να βρει έναν τρόπο πρόσφορο και συνετό συνάμα, ώστε όλα του τα σχέδια ‒αυτά που έπλεκε ο Ησαύ‒ κάπως να τα ξηλώσει.
Αυτόν, λοιπόν, τον Εύσπλαχνο πρέπει να εκλιπαρούμε: «ελέησε Συ Φιλάνθρωπε,
κι από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».
ιθ’. Λοιπόν, θα πρέπει όλοι εσείς οι φίλοι που μ’ ακούτε, την ιστορία που είπαμε, να την κατανοήσετε με ακρίβεια και σε βάθος,
γιατί τα πάντα σε αυτήν είναι συμβολικά· έχουν λεχθεί προφητικά και έτσι είναι γραμμένα.
Ο μεν Ησαύ συμβολισμός είναι των Ιουδαίων.
Ο δε Ιακώβ τους Χριστιανούς σωστά προεικονίζει.
Καθώς αυτός επάξια, αντί του αδερφού του, απ’ τον καλό πατέρα τους πήρε την ευλογία,
καταπώς τον συμβούλεψε η ίδια του η μητέρα, ξεκάθαρο μου φαίνεται: της Χάριτος τη δωρεά ‒ξεκάθαρο μού φαίνεται‒ αυτήν μας προμηνύει.
Και η Ρεβέκκα ξάστερα βλέπω ότι προδηλώνει
‒ως πρόσωπο συμβολικό‒ την του Χριστού Εκκλησία.
Γιατί ακριβώς όπως αυτή, έτσι κι η Εκκλησία,
παίρνει απ’ το χέρι τα παιδιά και τα οδηγεί να πάν’ μαζί στων όλων τον Πατέρα.
Μέσα σ’ αυτήν σαν είμαστε όλοι συναθροισμένοι, βγάζουμε όλοι μια φωνή και λέμε στον Θεό μας:
«από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».