Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. Φόρεσε τότε φορεσιά για να έρθει και να μοιάσει του μεγαλύτερου αδερφού
ο νεαρός μας τότε, καθώς η Βίβλος το ιστορεί.
Και τις πυκνότριχες προβιές των κατσικιών που είχε, τις πήρε
και τις τύλιξε σφιχτά πάνω στο στήθος του μα και στα δυο του χέρια,
ψηλά από τους ώμους του μέχρι τα δάχτυλά του.
Κι ύστερα πήρε τα ψητά και τα ψωμιά αντάμα, και κουβαλώντας τα έτρεχε με περισσή βιασύνη.
Και μπαίνοντας στο δώμα που ήτανε ο γέροντας,
αμέσως έτσι φώναξε: «Εδώ είμαι πατέρα μου, εδώ, στις διαταγές σου!
»Ορίστε, εδώ είναι ο γιος σου, ο Ησαύ σου ο πρωτότοκος.
»Εγώ είμαι που σου μιλώ, δώσε λιγάκι προσοχή και άκου με πατέρα.
»Σου ’φερα τα ψητά να φας, έκανα όπως μου ’πες, κι αυτό είναι που σου ζητώ κι εγώ με τη σειρά μου:
»από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».
ζ’. Τότε ο Ισαάκ απάντησε στον γιο του και του λέει: «Παιδί μου
»πόσο γρήγορα με άκουσες και πήγες και το κυνήγι μού ’φερες!»
Κι ο νέος ξαναμίλησε και στον πατέρα του είπε:
«Αυτό εδώ είναι, λοιπόν, που ο Θεός σού στέλνει.
»Αυτός που με προστάτεψε επάνω στο κυνήγι
»όπως προσέχει ο βοσκός τ’ αρνί στο βοσκοτόπι, Αυτός μού φανερώθηκε για να με ενδυναμώσει.
»Κι έγιναν όλα εύκολα· ήτανε σαν να πήγα σ’ ένα μαντρί εδώ κοντά
»και πήρα ένα σφαχτάρι και γύρισα και το ’φερα.
»Αυτό που μου είπες το έκανα, το έργο που μου ανέθεσες το έφερα εις πέρας,
»για να ’χω ένα μερίδιο κι εγώ της ευλογίας.
»Τη χάρη που υποσχέθηκες σ’ εμέ προηγουμένως, ήρθε η ώρα κι η στιγμή τώρα να μου την κάνεις. Κανόνισέ το, το λοιπόν, κι
»από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».
η’. Σαν πολύ γρήγορα αυτός γύρισε απ’ το κυνήγι, ο Ισαάκ, όμως, σκεφτότανε
κι ο νους του κλωθογύριζε και ήταν ταραγμένος και αναρωτιόταν μέσα του:
«Μωρ’ τι ταχύτητα είναι αυτή; Προς τι τέτοια βιασύνη;
»Πάει στο κακό ο νους μου, κι είναι πολλά που σκέφτομαι.
»Μήπως αυτή η ταχύτητα κρύβει κάποιαν απάτη;
»Μήπως κάποιος με δόλο ήρθε ν’ αρπάξει από εμέ το δώρο αυτό που ετοίμασα στον γιο μου να χαρίσω;
»Αλλ’ απ’ την άλλη, σκέφτομαι, πως μάλλον θα ’ναι ο Κύριος που να εκπληρώσει θέλοντας
»αυτό που επιθυμούσα, συνέργησε
»και βρήκε ο γιος αυτό που αναζητούσε·
»γι’ αυτό και γύρισε καρφί κι ήρθε πίσω στο σπίτι
»να παραλάβει ανταμοιβή το χάρισμα από Εκείνον που, όντως, τον απέστειλε να πάει στο κυνήγι. Από Αυτόν λοιπόν κι εγώ ετούτο θα ζητήσω:
»από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία.
θ’. »Παιδάκι μου, έλα κοντά, κι εγώ αμέσως τότε ψηλαφητά θε να σε δω, για να σ’ αναγνωρίσω.
»Αν είσαι όντως ο Ησαύ, ο γιος μου ο πρωτότοκος, έλα εδώ να δούμε».
Κι ήρθε κι ο Ισαάκ τον άγγιζε, κι όπως τον ψηλαφούσε έλεγε από μέσα του:
«Σαν τη φωνή του Ιακώβ είναι ετούτη η φωνή που αντηχεί στ’ αυτιά μου,
»τα χέρια όμως που ψηλαφώ, είναι του Ησαύ του γιου μου.
»Σπλάχνο μου έλα, το λοιπόν, σκύψε και φίλησέ με, και πρόσφερέ μου το ψητό που μου ’φερες να φάω».
Κι αφού ο Ισαάκ καλόφαγε, ύστερα καταφίλησε
τον γιο που είχε κοντά του· κι ήταν μαζί τόσο κοντά που οσμίζονταν καλά-καλά αυτά
που ο νιος φορούσε, και του έκανε εντύπωση κι αυτό είναι που είπε: «Κοίταξε πώς μυρίζει!
»Μυρίζω αυτή τη μυρωδιά και είναι λες και βρίσκομαι μέσα σ’ ένα χωράφι,
»μες σε αγρό που ευλόγησε ο Ίδιος ο Κύριός μας, Αυτός που με εισάκουσε κι
»από τα επουράνια, μας έδωσε ευλογία».
ι’. Αφού ο πατέρας τελικά ευλόγησε τον Ιακώβ χωρίς αμφιβολία,
έμμεσα τον νουθέτησε με τις ευχές που του έδωσε και με τις προσευχές του
λέγοντας τέτοια πράγματα: «Ο Θεός μου να σε ευλογεί σε τούτον δω τον κόσμο.
»Να ’χεις σιτάρι ένα βουνό, να ’χεις κρασί ποτάμι, κι όλα τα έθνη αυτής της γης να σε υπηρετούνε
»κι όλοι του κόσμου οι άρχοντες εσέ να προσκυνούνε.
»Ως κι ο αδερφός σου εύχομαι να σ’ έχει ως κύριό του. Όποιος σε καταριέται,
»επάνω στο κεφάλι του η κατάρα να γυρίζει. Κι εκείνος που θα σ’ ευλογεί,
»η θεία χάρη να ’ρχεται να ευλογεί τον ίδιο».
Κι αφού τ’ ακούει όλα αυτά, ο νέος βγήκε έξω·
κι αφού το στόχο εκπλήρωσε ‒πήρε την ευλογία‒, τον Κτίστη υμνούσε κι έλεγε:
«Δίκαιος και φιλάνθρωπος είναι ο Κύριός μας. Όμως, καθώς είν’ κι εύσπλαχνος,
»από τα επουράνια, μας έδωσε ευλογία».
ια’. Απ’ την αγάπη την πολλή που είχε ο γερο-Ισαάκ, ευλόγησε τον γιο του.
Και έτσι προεικόνισε τις ευλογίες που δίνει των πάντων ο Δημιουργός, ο Κύριός μας ο Χριστός.
Ο Ιακώβ, τότε λοιπόν, έτρεξε στη μητέρα του γρήγορα
και της είπε: «Ιδού που τα κατάφερα! Πήρα την ευλογία.
»Απ’ τον καλό πατέρα μου έλαβα εγώ τη χάρη».
Τον νέο σφιχταγκάλιασε τότε η καλή μητέρα, και ξέσπασε σε κλάματα
και έλεγε του γιου της: «Ένας μονάχα είν’ Αυτός που σύνεση παρέχει
»στους ευσεβείς, παιδάκι μου. Αυτός, με σάρκα και οστά
»στον κόσμο εδώ θε να έρθει· και θα’ ναι από τη ρίζα σου, κλωνάρι των βλαστών σου.
»Μα ερχόμενος εδώ στη γη, αχώριστος θα μένει Αυτός απ’ τον Πατέρα Του· στην πατρική την αγκαλιά, εκεί ψηλά στους ουρανούς, ταυτόχρονα θα είναι.
»Αυτόν λοιπόν που είναι Εύσπλαχνος και Φιλάνθρωπος πρέπει να εκλιπαρούμε· με θέρμη και επίμονα θα πρέπει να του λέμε:
»από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».
ιβ’. Λόγους ευχαριστήριους κι εκείνος να προσφέρει δεν το κατάφερνε
ο Ισαάκ, καθόλου δεν μπορούσε, ώσπου η ψυχή του
γέμισε από χαρά μεγάλη και τότε απευθύνθηκε και είπε
στη Ρεβέκκα: «Μας επισκέφθηκε ο Θεός, αυτό συνέβη τώρα,
»καθώς απ’ τα ψηλά εκεί το βλέμμα Του έριξε στη γη
»κι έστερξε να δωρίσει στους ευσεβείς ως Κύριος απλόχερα ευλογία.
»Παιδιά πολλά μάς χάρισε ‒ ω! τι τιμή μας κάνει.
»Και του Αγίου Πνεύματος τη χάρη θα μας δώσει
»πλουσιοπάροχα πολύ ‒χάριτος καταρράκτες‒ όταν συγκατανεύσει
»ως άνθρωπος να γεννηθεί στον κόσμο για να σώσει το αγαπημένο πλάσμα Του, το γένος των ανθρώπων.
»Στο μέλλον είν’ που η χάρη Του θε να δοθεί στον κόσμο· πρόγευση αυτού του μέλλοντος ζήσαμε μόλις τώρα. Αυτό προεικονίζοντας,
»από τα επουράνια, μας έδωσε ευλογία».