Μετά την Άλωση της Τραπεζούντας, όσοι κατάφεραν να διαφύγουν εγκαταστάθηκαν στη Μούζενα της Χαλδίας του Πόντου. Ανάμεσά τους υπήρχαν και αρκετές οικογένειες ευγενών με επικεφαλής την πριγκίπισσα Άννα, κόρη του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαυίδ. Κάποιοι εξ αυτών ίδρυσαν το ονομαστό γυναικείο μοναστήρι της περιοχής, τον Άγιο Γεώργιο τον Ζαντό (Ζανταέρτς), στο κέντρο των δέκα ορεινών χωριών της περιφέρειας και πιο κοντά στο Παλλαδάντων. Την εποπτεία του μοναστηριού που ονομαζόταν επίσης Αερομούχον ή Λερμούχον είχε το χωριό Αγρίδ’.
Ο Ζανταέρτς (Άγιος Γεώργιος) στη Μούζενα έκανε πολλά θαύματα και γι’ αυτό τον επισκέπτονταν απ’ όλη τη χώρα.
Ένα από αυτά, που είχε γίνει Ιούλιο, περιγράφει σε άρθρο του στην Ποντιακή Εστία, το 1963, ο Παντελής Μελανοφρύδης.
≈
Παλαιό Βυζαντινό Μοναστήρι στην Μούζαινα που έφερε πολλά ονόματα: Αερομούχον ή Λερμούχον και γνωστότερον ως Ζανταέρτς.
Το όνομα φαίνεται ότι ήτο μάλλον μετάφρασις του Τουρκικού Τελή Χουτούρ Ελιάς=τρελλός Άγιος Γεώργιος – Ζανταέρτς, διότι οι Τούρκοι έτρεμαν τον Αγ. Γεώργιον διά τα πολλά θαύματα που έκαμνε.
Ήτο Γυναικεία Μονή και εμόναζαν εκεί 5-6 καλογρηές υπό την επίβλεψιν Ηγουμένης (Γουμέντσας), κατά τας εορτάς δε ήρχετο ιερεύς από τα πλησιόχωρα Κωδωνά ή Αγρίδ’ και λειτουργούσε.
Τα θαύματα του Αγίου ήσαν πολλά, προσκυνηταί δε προσήρχοντο από όλην την περιφέρειαν και πολλοί άρρωστοι εθεραπεύοντο.
Αναφέρω μερικά πιστοποιούμενα από πολλούς αυτόπτας.
Μίαν ημέραν έφθασαν από την Ματσούκαν αρκετοί προσκυνηταί, άνδρες και γυναίκες στο Μοναστήρι. Το βρήκαν όμως έρημον. Ήτο Ιούλιος και οι καλογρηές είχον μεταβή στα χωράφια της Μονής για το θέρισμα. Οι προσκυνηταί εκάθησαν κάτω στον νάρθηκα και εμουρμούριζαν, γιατί να μη ευρίσκεται κανείς να τους ανοίξη την Εκκλησίαν να προσευχηθούν. Ματαίως εκτύπησαν την πόρταν του Ναού, που ήτο κατασκευασμένη από χονδρά σανίδια καρυδιάς με χονδρούς σιδηρούς αρμούς και πολλά καρφιά χειροποίητα, με χονδρές και φαρδειές κεφαλές. Ήσαν απαραίτητα προφυλακτικά κατά των ληστών, που ελυμαίνοντο τον τόπον. Το κλειδί της πόρτας (προσωπίδ’ με τ’ ανοιγάρ’) ήτο χειροποίητον από χονδρά ελάσματα σιδήρου και συνεπώς ή παραβίασις της θύρας απεκλείετο.
Οι προσκυνηταί ακάθησαν αρκετήν ώραν, ανυπομονούντες πότε θα έλθουν οι καλογρηές ν’ ανοίξουν την Εκκλησίαν. Έξαφνα ακούσθηκε ένας δυνατός κρότος, σαν να έσπαζαν σίδηρα και η πόρτα της Εκκλησίας άνοιξε διάπλατα. Κατάπληκτοι και περιδεείς για το θαύμα οι προσκυνηταί, μπήκαν στην Εκκλησία, άναψαν κεριά και προσευχήθησαν. Αφού προσκύνησαν τας εικόνας, βγήκαν και κάθησαν στον Νάρθηκα, οποτε ακούσθηκε πάλιν ο ίδιος κρότος και η πόρτα έκλεισεν αυτομάτως. Ο φόβος και η κατάπληξις των αυτοπτών του θαύματος δεν περιγράφεται.
Μετά τινα ώραν επέστρεψαν εκ της δουλειάς οι καλλογρηές και οι ξένοι παρεπονέθηκαν στην Ηγουμένην, γιατί να είναι κλειστή η Εκκλησία και αναγκάσθηκαν να περιμένουν έως ότου άνοιξε μοναχή της η πόρτα του Ναού και ξανάκλεισε. Η Ηγουμένη εγέλασε και είπεν:
–Ντο ν’ εφτάμε, έχουμε δουλείας. Κι επορούμε όλον την ημέραν να κάθουμες αδακά. Αέρτς ελέπ’ τοι προσκυνητάδας και, ούτιναν αγαπά, ανοί’ μοναχός την πόρταν τ’ Εκκλησίας.
Οι γέροντες των γύρω χωρίων διηγούνται το εξής περιστατικόν: Απουσίαζαν κάποτε οι καλογρηές, προς συλλογήν ελεημοσύνης. Τα έξοδα της Μονής ήσαν πολλά διότι εκτός των μοναζουσών κάθε μέρα στο τραπέζι της Μονής εσιτίζοντο πολλοί προσκυνηταί και διαβάται.
Οι Τούρκοι των πέριξ χωρίων γνωρίζοντας καλώς τας συνηθείας της Μονής και την απουσίαν των καλογραιών, επήγαν την νύκτα και εσύλησαν το Μοναστήρι, εφόρτωσαν τα κλοπιμαία στα ζώα των και έφυγαν ανενόχλητοι.
Την επομένην ήλθεν ο ιερεύς να λειτουργήση. Όταν είδε την ερήμωσιν της Μονής, κατελήφθη απο αβάστακτον πόνον και απευθυνόμενος στην εικόνα του Αγίου με παράπονο και δάκρυα στους οφθαλμούς είπεν: «Αέρ’ ιμ’. Εσύ μερ έσνε ουντάς εσέβαν ατοίν οι άπιστοι σ’ οσπίτ’ ισ; ‘Κι θα πιστεύω σε αν’ κι πιάντς τοι κλεφτάντας». Τόσος ήτο ο πόνος του λευΐτου για την ερήμωσιν της Μονής, ώστε έφθασε μέχρι βλασφημία. Έψαλε τον Εσπερινόν και το πρωί ενωρίς πήγε να λειτουργήση, όταν βλέπει κάμποσους Τούρκους με τα ζώα των φορτωμένα με όλα τα κλοπιμαία να μπαίνουν στο Μοναστήρι.
Τρέμοντες οι Τούρκοι διηγήθησαν στον Ιερέα ότι ένας καβαλλάρης με άσπρο άλογο ήρθε μπροστά τους και τους διέταξε να γυρίσουν οπίσω και ν’ αφήσουν όλα τα πράγματα που έκλεψαν.
Ίσως διά μερικούς απίστους να φαίνουνται αυτά απίστευτα και αποκυήματα νοσηράς φαντασίας. Εύχομαι ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος να τους εμπνεύση ευσέβειαν και πίστιν πραγματικήν, διότι χριστιανοί ημπορεί να είναι, αλλά στερούνται πίστεως.
Π. Η. Μελανοφρύδης
•Πηγή: Π. Η. Μελανοφρύδης, Ποντιακή Εστία, 1963, τχ 157-163.
•Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία του συντάκτη.
* Διαβάστε: Χρήστος Ξενίδης: Επιστρέφω καλύτερος άνθρωπος από τον Πόντο, τον όμορφο και ευλογημένο