Οι περισσότεροι άνθρωποι ευχόμαστε στα γενέθλια των συγγενών και των φίλων μας να τα εκατοστήσουν, δηλαδή να ζήσουν μέχρι τα 100. Για την ποντιακής καταγωγής Αικατερίνη (Κατερίνα) Παπαδοπούλου, όμως, αν και έπιασε η ευχή, η ζωή της δεν ήταν επουδενί στρωμένη με ροδοπέταλα.
Την ιστορία της έφερε στο φως η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος, η οποία, δημοσιεύοντας την αγγελία του θανάτου, συγκέντρωσε πληροφορίες για την Αικατερίνη Παπαδοπούλου, μέσα από αφηγήσεις της νύφης της, Γεωργίας. Η ίδια, ζούσε τα τελευταία της χρόνια, χτυπημένη από την άνοια, η μνήμη της την είχε εγκαταλείψει, έτσι δεν μπορούσε να διηγηθεί στους δικούς της με ακρίβεια την πορεία της.
Γεννημένη λίγο μετά την καταστροφή, το 1924 στη Ρωσία, σε μια καλά αποκατεστημένη οικογένεια Ελληνοποντίων, ζούσε μια ανέμελη ζωή, με άνεση και ευημερία, και μάλιστα είχε στραφεί στον αθλητισμό.
«Ήταν αθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ, κάτι που αγαπούσε πάρα πολύ», είπε στον Νέο Κόσμο η Γεωργία.
Ωστόσο, η γεμάτη φως και ανεμελιά παιδική ηλικία έμελλε να σβήσει απότομα όταν ο παππούς της Κατερίνας πήρε την καθοριστική απόφαση να επιστρέψει όλη η οικογένεια στην Ελλάδα.
Όχι από ανάγκη ή καταπίεση, αλλά από πίστη στην πατρίδα. Ήθελε τα παιδιά και τα εγγόνια του να μεγαλώσουν «εκεί που ανήκουν».
Η Κατερίνα ήταν τότε μόλις εννέα χρόνων. Και κάπου εκεί, στα σύνορα δύο πατρίδων, η μοίρα άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο, πιο σκληρό.
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Κορινό της Κατερίνης. Ό,τι είχαν χτίσει στη Ρωσία έμεινε πίσω. Δεν επιτρεπόταν να πάρουν τίποτα μαζί τους. Μόνο τις μνήμες από την προηγούμενη ζωή τους και ίσως λίγη ελπίδα, καθώς, σύμφωνα με μια οικογενειακή ιστορία, πίσω από τα κάδρα του παλιού αρχοντικού τους είχαν κρύψει δέσμες με χρήματα. Μια υπόσχεση πως ίσως μια μέρα θα γύριζαν. Μια σιωπηλή δήλωση πίστης πως τίποτα δεν χάνεται οριστικά.
Στην Ελλάδα όμως τους περίμενε η φτώχεια, η ανέχεια, η δυσπιστία, όπως και τους άλλους πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρασία. Η μητέρα της Κατερίνας δεν άντεξε τις κακουχίες. Έφυγε από τη ζωή στα τριάντα της χρόνια, αφήνοντας τα παιδιά της ορφανά. Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε για να μπορέσει να συνεχίσει τη φροντίδα του και η Κατερίνα προχώρησε.
Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο και απέκτησαν δύο γιους, τον Λάζαρο (σύζυγο της Γεωργίας) και τον Αχιλλέα. Έζησαν δύσκολα, αλλά αγαπημένοι. Έμεναν όλοι μαζί με την οικογένεια του άνδρα της. Τα πεθερικά της είχαν ανοίξει καφενείο, μια οικογενειακή επιχείρηση που πήγαινε καλά, μέχρι που ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, επειδή όπως συνηθιζόταν τότε, δεν υπήρχε κάποιο επίσημο συμβόλαιο, αποφάσισε να τους διώξει από τον χώρο.
Ήταν η εποχή που ακουγόταν πως η Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευσης από Ευρώπη (ΔΕΜΕ) έστελνε μετανάστες στην Αυστραλία. Και έτσι, πήραν την απόφαση να φύγουν όλοι μαζί για την άλλη άκρη του κόσμου.
Το 1969 η Κατερίνα και η οικογένειά της έφτασαν στη Μελβούρνη και εγκαταστάθηκαν στο Footscray. Ο σύζυγός της και ο αδελφός του βρήκαν δουλειά στο εργοστάσιο ελαστικών Dunlop, όμως εκείνη, λίγο μετά την άφιξή τους, χτυπήθηκε σοβαρά από αυτοκίνητο. Το ατύχημα αυτό της στέρησε τη δυνατότητα να εργαστεί, διαταράσσοντας βίαια το νέο ξεκίνημά τους.
Η ζωή στην ξενιτιά δεν ήταν ρόδινη. Στην πορεία της έχασε τον άντρα της, τους δύο γιους της κι έναν εγγονό. Όπως μαρτυρά η νύφη της, δεν παραπονέθηκε ποτέ, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν ζήτησε παρηγοριά. Ήταν πάντα εκεί για τους άλλους, ήσυχη, γαλήνια, με το βλέμμα στραμμένο στο φως της κάθε μέρας.
Στα τελευταία της χρόνια πάλεψε με την άνοια. Και κάποιοι λένε, ίσως όχι άδικα, πως αυτό ήταν και μια μορφή λύτρωσης. Να μη θυμάται και να μη νιώθει τον πόνο των απωλειών.
Η Κατερίνα Παπαδοπούλου έφυγε στα 101 της. Ήσυχα. Αθόρυβα, όπως έζησε. Η μνήμη της θα ζει μέσα από εκείνους που την αγάπησαν και σήμερα τη θυμούνται, όχι με δάκρυ, αλλά με σεβασμό.
Πηγή: NeosKosmos.com/Μαρία Καμπύλη