Ο Παπαθόδωρος Θεοδωρίδης γεννήθηκε στον οικισμό Σερίφελι (Σερεφέλη, Σερίφελου, Τατάρκαλε), ο οποίος βρισκόταν στην κοιλάδα του Ισταυρός τσάι, 16 χλμ βορειοανατολικά της Κάβζας. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Αμάσειας και είχε περίπου 35 οικογένειες τουρκόφωνων Ελλήνων, που οι περισσότεροι κατάγονταν από το Νεbιέν της Πάφρας και το Κιολπελέν της Σαμψούντας.
Στον οικισμό διατηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου, καθώς και σχολείο, ενώ ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, ειδικά την καπνοκαλλιέργεια, και την κτηνοτροφία.
Η μαρτυρία του Παπαθόδωρου Θεοδωρίδη προέρχεται από χειρόγραφό του το οποίο δημοσιεύτηκε στα «Δεινοπαθήματα Καβζαλήδων» (Πειραιάς 1968) και περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Απ’ την Κάβζα και ύστερα απ’ τα φρικτά θεάματα της σφαγής γίνηκε η έξοδός μας υπό τα εξής συνθήκας.[…]
Είναι εξαιρετικό το περιστατικό της συλλήψεως μιας κοπέλας ρωμιάς απ’ τον Τοπάλ Οσμάν. Αυτή, κυνηγημένη, πήγε στον Πελετιέ Τσαβούς και τον αγκάλιασε να την σώση. Ο Τσαβούς είπε να την πάρη γυναίκα του κι αυτή είπε με θάρρος:
— «Ας με σφάξουν καλύτερα παρά να γίνω γυναίκα Τούρκου».
Στο σπίτι που κρυβόμαστε, άλλο τουρκοκόριτσο βλέποντας τα τραγικά αυτά θεάματα μας συμπάθησε και πάνω στην εξέγερση της συνειδήσεώς της είπε:
— «Προτιμώ να έλθω μαζί σας στη σφαγή παρά να ζω γυναίκα Τούρκου».
Κάποτε μας είπανε ότι κόπασε η μανία των σφαγών και καταστροφών και λάβανε μέτρα να μην γίνουν άλλες αδικίες. Όσοι Έλληνες κρύφτηκαν, να φανερωθούν.
Ξεθαρρέψαμε λίγο και σιγά-σιγά παρουσιαστήκαμε. Είμαστε όλοι-όλοι μερικές γριές και κάμποσα μικρά παιδιά. Μας φορτώσανε στα κάρα για την Σαμψούντα. Στο δρόμο περάσαμε από ένα μεγάλο λάκκο που ήτο γεμάτος αίματα και πτώματα. Εδώ, μας είπαν οι συνοδοί μας, οι δικοί σας σφάξανε τους δικούς μας, και γι’ αυτό είναι δίκαιο να σας σφάξουμε.
Ένα κύμα θρήνου υψώθηκε ως τον ουρανό! Μα στην πραγματικότητα η ζωή μας, όλο εκείνο τον φοβερό καιρό, ήταν ένα μονοκόμματο κλάμα!
Μας λυπήθηκε ο Θεός και μαλάκωσε η καρδιά τους! Δε μας σφάξανε. Περάσαμε από το θάνατο στη ζωή! Ποια ζωή; Άφησέ τα, μην ανοίγουμε αυτή την πληγή. Αυτή είναι ταυτισμένη με τον εαυτό μας. Είμαστε μεις η πληγή και μ’ αυτήν θα πάμε στον άλλο κόσμο! Εκεί μόνο θα κλείση. Θα την κλείση ο Θεός που θα αποδόση στον καθένα το δίκαιο, ανάλογα με τις πράξεις του!
Την θανάσιμη αγωνία μας τη διαδέχτηκε σε λίγο άλλη ανατριχίλα. Γνωστός μας Τούρκος, που τον φωνάζανε Κιαούρ, ήτο αλλαξόπιστος, παρουσιάστηκε μπροστά μας σαν απ’ το Θεό σταλμένος. Του είπαν οι μεγάλοι μας να μας πάει στη Σαμψούντα πάση θυσία. Δέχτηκε με πολλούς δισταγμούς. Του δώσανε ό,τι είχε απομείνει από τις αρπαγές. Μας ανέβασε στο αμάξι του δεκαπέντε άτομα, όλα-όλα. Μόλις προχωρήσαμε, φτάσαμε σε ελεγχόμενη διάβαση. Ένα τρομερό στενό! Μας είχε κατατοπίσει ο Κιαούρ.
Έτσι από τρόμο σε τρόμο με τη δραματική αγωνία φτάσαμε στη Σαμψούντα. Προς στιγμή ανακουφιστήκαμε λίγο και κόπασε λίγο το κλάμα μας. Σε λίγο πάλι άρχισαν τα βάσανα.
Στη Σαμψούντα είχαμε συγκεντρωθεί απ’ τα διάφορα μέρη Έλληνες για την Ανταλλαγή. Παρ’ όλες τις διαταγές, οι Τούρκοι δεν έπαψαν να μας εποφθαλμιούν. Μόλις έβρισκαν ευκαιρία, άρπαζαν, βασάνιζαν, σκότωναν.
Στον καταυλισμό μας κάθε λίγο ήρχοντο για έρευνα. Ερευνούσαν να βρούνε τους επικίνδυνους από μας. Έτσι πιάνανε όποιον θέλανε σαν επικίνδυνο και τους αποτελειώνανε πιο μακριά από μας.
Είχαν τη μια φορά πιάσει ένα παλληκάρι. Στο δρόμο τους ξέφυγε και πήγε μπήκε στ’ ορφανοτροφείο των Αμερικανών. Ας είναι καλά εκείνοι που ζουν ακόμη κι ας τους αναπαύει τις ψυχές στον άλλο κόσμο όσοι πέθαναν.
Αυτοί οι Αμερικανοί έσωσαν τότε πολύ κόσμο. Είχαν μαζέψει απ’ τους δρόμους και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία πήραν απ’ τα χέρια των Τούρκων χιλιάδες ορφανά Ρωμιούς και Αρμενίους και τους φέρανε στην Ελλάδα.
Ο καταυλισμός μας ήτο στην παραλία και ξαφνικά ένα βράδυ χύμηξαν όχλος τουρκικός εξαγριωμένος, να μας πνίξουν στη θάλασσα. Αλλ’ ο παντοδύναμος και εδώ στάθηκε προστάτης μας. Άκουσε τους σπαραγμούς και το κλάμα μας! Είχε έλθει ένα αμερικανικό πολεμικό και απείλησε τελεσιγραφικά με βομβαρδισμό τη Σαμψούντα. Όλη τη νύχτα μάς προστάτεψε με τους προβολείς του και τα σφυρίγματα.
Απ’ άλλα σημεία, αυτή την νύχτα επιβιβάστηκαν πολλοί Έλληνες αντάρτες. Έτσι μας είπανε, όταν ανεβήκαμε και μεις στο πλοίο.
Στο διάστημα της εβδομάδας εκείνης μπήκαμε και μεις στο πλοίο. Μας γράψανε οι μεγάλοι για παιδιά τους. Έτσι λοιπόν γλιτώσαμε απ’ τη φοβερή εκείνη συμφορά της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Αλλά σωθήκαμε άραγε που ήλθαμε στην Ελλάδα; […]
Σαν κόπασε η τρικυμία της αγωνίας του θανάτου, άρχισε η ανακεφαλαίωση, η εκτίμηση του μεγέθους της καταστροφής. Το εφιαλτικό εκείνο όνειρο που περάσαμε γίνηκε τώρα μπροστά μας πραγματικότητα.
Σαν παιδιά που ήμαστε, πρώτη μας σκέψη ήρθε στο νου μας η στοργή και προστασία των γονιών μας, των αδελφών, των συγγενών. Πού είναι οι πατέρας, η μητέρα, τ’ αδέλφια, οι άλλοι συγγενείς; Όλοι σφαγμένοι. Τα σπίτια, τα χτήματα κι αποχτήματα; Όλα μείνανε κατεστραμμένα ερείπια!
Κι άρχισε να σωριάζεται ο όγκος της συμφοράς στην ψυχή μας! Κι έμεινε και εξακολουθεί να σκιάζει, να μαυρίζει τη ζωή μας.
Το πλοίο μάς έφερε στον Πειραιά. Ένα μήνα στην καραντίνα που αποτέλειωσε το μακάβριο έργο του αφανισμού μας. Αρρώστιες, θάνατοι, κλάματα και θρήνοι πλήγωσαν πιο βαθιά την ψυχή μας. Δύο ψωμιά και λίγα κρεμμυδάκια ήτο το πρώτο γεύμα μας. Φάρμακα, απολύμανση, κουρέματα, γύμνιες, πείνες και εγκατάλειψη ο επίλογος του δράματός μας.
Στον μήνα απάνω μας είπαν πού θέλαμε να πάμε; Οι πολλοί προτίμησαν την Μακεδονία. Ο αδελφός μου και οι δύο αδελφές προτιμήσαμε την παλιά Ελλάδα και πήγαμε στο Αγρίνιο. Δεν μείναμε πολύ. Με τα λίγα χρήματα που είχε κερδίσει ο αδελφός μου πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Άλλη καραντίνα κι εδώ. Δραπετεύσαμε σαν από στρατόπεδο γερμανικό και πήγαμε με τους λίγους συμπατριώτες μας στο Σιδηρόκαστρο κι αρχίσαμε την καινούρια ζωή πάνω στα ψυχικά και τα υλικά ερείπια.
Δεν προφτάσαμε να πούμε δόξα σοι ο Θεός και ήλθε πάνου μας η θεομηνία της βουλγαρικής συμφοράς. Άλλα κλάματα, άλλοι θρήνοι, άλλες καταστροφές, θάνατοι και προσφυγιά. Τη χαριστική μάς την έδωσε ο ανταρτοπόλεμος. Τώρα, δόξα σοι ο Θεός, ξαναρχίσαμε την ανασυγκρότηση, στο Λιβαδοχώρι των Σερρών. Ας μας αφήσεη να δούμε λίγες μέρες καλές πριν κλείσουμε τα μάτια μας.