Ο Κωνσταντίνος Αθανασιάδης γεννήθηκε στον ορεινό οικισμό Τοχουλάρ, σε απόσταση 3-4 ωρών από την Πάφρα. Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Αμάσειας, με άμεση εξάρτηση από την επισκοπή Λεοντοπόλεων, που έδρευε στην Πάφρα. Ο οικισμός είχε ελληνικό πληθυσμό και οι περίπου 400 κάτοικοι ήταν τουρκόφωνοι και συντηρούσαν εκκλησία και μικρό σχολείο. Η οικονομία της περιοχής βασιζόταν στην παραγωγή καπνών, δημητριακών, οσπρίων και φρούτων.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1912 πήραν οι Τούρκοι τον πατέρα μου στον πόλεμο και δεν ξαναγύρισε, ούτε ποτέ μάθαμε τίποτα. Μετά το 1918 έγινε η εξορία η πρώτη. Γυρίσαμε το 1921-1922. Τότε έγινε η δεύτερη μπόρα, η δεύτερη εξορία. Πέθανε η μητέρα μου δίπλα μου στην εξορία και τα δύο μικρά αδέρφια μου. Τον πιο μεγάλο αδερφό μου με άλλους πολλούς τον κλείσαν μέσα στην εκκλησία και τον κάψαν με πετρέλαιο! Αφού τους έχασα όλους, από μεγάλη ανάγκη μπήκα στη δούλεψη μιανού πλούσιου Τούρκου. Κατάλαβα πως ήθελε να με τουρκέψει και ξέφυγα. Ύστερα πήγα σε άλλον Τούρκο κι έβοσκα αγελάδες. Με καλοείχαν. Εν τω μεταξύ κατέβαιναν οι αντάρτες και καίγαν τα χωριά.
Πολλές φορές είδα με τα μάτια μου τους πεθαμένους που τους κατέβαζαν στους αραμπάδες, καθώς πήγαινα απάνω στον δρόμο με τις αγελάδες. Είδα και στο δικό μου και σε άλλο χωριό γεμάτα πηγάδια από κατασφαγμένα κορμιά.
Μια νύχτα εκεί που έβοσκα τα ζωντανά, είδα τους αντάρτες. Τα παράτησα και κρύφτηκα μέσα στο δάσος. Ώσπου να πάω κοντά να με αναγνωρίσουν, θα με σκότωναν σίγουρα εκατό φορές. Επτά χωριά κάψαν εκείνο το βράδυ, τίποτα όρθιο δεν άφησαν.
Έφυγα, πήρα τα μάτια μου, και πήγα σε άλλο τούρκικο χωριό. Τίποτα ελληνικό δεν ήτανε όρθιο. Όλα καμένα κι έρημα. Μπήκα σε τουρκικό σπίτι και έβοσκα τα ζωντανά τους. Το πρωί έφευγα, το βράδυ γύριζα κι άλλοτε και νύχτα έβοσκα. Με έτρωγε η έννοια, πότε να γλιτώσω από το πικρό ψωμί του Τούρκου. Κατάφερα κάποτε και γλίτωσα. Οι Τούρκοι το ‘χαν σε τιμή τους να τουρκέψουν Ελληνόπουλα.
Έφταξα εδώ, πρώτα μας κάναν καραντίνα στον Άγιο Γεώργιο, μετά με άλλα ορφανά μαζί μας πήγαν στο Εθνικό Ορφανοτροφείο, στο Πολύγωνο.
Στο Ορφανοτροφείο μείναμε από το 1922 ως το 1927. Μάθαμε λίγα γράμματα και χωρίς κανένα άλλο εφόδιο μας βγάλαν στο δρόμο. Ήτανε και μια Ελληνο-Αμερικανική Επιτροπή και μας πρότεινε, αν θέμε, να πάμε στην Αμερική να σπουδάσουμε και να ζήσουμε πιο καλά. Εγώ δε δέχτηκα να φύγω από την πατρίδα! Ύστερα το μετάνιωσα πικρά, κάτι πιο καλό θα γινόμουν αν πήγαινα εκεί. Εδώ τι έκανα; Αυτοκίνητα πλένω σε γκαράζ. Καλά που δεν τόλμησα να κάνω οικογένεια, να πάρω κι άλλους στον λαιμό μου.
Δεν μπορεί ποτέ κανείς να γράψει τη μοίρα του. Αυτό ήτανε το τυχερό μου!