Μία εμβληματική μορφή του ΠΑΟΚ έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 95 ετών.
Ο Βασίλης Σαμαράς, μέχρι σήμερα, ήταν ο γηραιότερος εν ζωή ποδοσφαιριστής της ομάδας.
Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ τον αποχαιρέτησε στο Instagram αναφέροντας πως «Ο Βασίλης Σαμαράς ήταν ο μεγαλύτερος εν ζωή ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ. Ένας κομψός, μποέμ τύπος με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Μας άφησε σε ηλικία 95 ετών. Η οικογένεια του ΠΑΟΚ εκφράζει τα ειλικρινή της συλλυπητήρια στους οικείους του. Η οικογένεια του ΠΑΟΚ εκεί ψηλά απέκτησε έναν ξεχωριστό τερματοφύλακα».
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Toumpa Magazine, είχε δηλώσει πως ο ΠΑΟΚ ήταν η οικογένειά του. «Για μένα ο ΠΑΟΚ ήταν η οικογένειά μου. Είχαμε μόνο τη στήριξη των φιλάθλων. Ούτε νερό ζεστό να πλυθούμε, πόσω μάλλον ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη. Οι γκαζόζες τελείωναν στο πρώτο ημίχρονο. Στο δεύτερο δεν είχαμε να πιούμε. Και να φανταστείτε ότι το ποδόσφαιρο ήταν το μόνο άθλημα που είχε χρήματα. Δύο δραχμές οι μικροί, τρεις δραχμές οι μεγάλοι.
»Ο ΠΑΟΚ με είδε το 1947 στον Αίαντα Τελαμώνων. Είχαμε έναν σύμβουλο στον Αίαντα που ήταν ΠΑΟΚτσής κι έτσι κατέληξα στον ΠΑΟΚ. Ήμουν αναντικατάστατος μέχρι που επιστρατεύτηκα το 1949. Πήγα στη σχολή αξιωματικών επειδή ήμουν απόφοιτος γυμνασίου. Εκείνη την εποχή οι μορφωμένοι δεν ήταν πολλοί και έγινα αξιωματικός. Τότε ήταν μεγάλη υπόθεση να έχεις πάει στο γυμνάσιο. Ήθελε και χρήματα. Πληρώναμε τα πάντα. Βιβλία, εκπαιδευτικά τέλη, τα πάντα. Η εγγραφή στο πανεπιστήμιο τότε ήταν 2.520 δραχμές.
»Οι τότε υπεύθυνοι αδιαφόρησαν για μένα. Όταν έγινα αξιωματικός, πήγα στον ΠΑΟΚ και τους είπα “Φροντίστε να με βάλετε την ομάδα του τρίτου σώματος στρατού» όπου πήγαιναν οι ποδοσφαιριστές πρώτης κατηγορίας. Βρήκαν τερματοφύλακα κι εμένα με ξέχασαν. Έτσι, όταν αποστρατεύτηκα τους είπα «το δελτίο μου κάψτε το. Εγώ δεν πάω πουθενά”. Και δεν ξανάπαιξα ποδόσφαιρο. Δεν το μετάνιωσα. Και δεν πήγα σε άλλη ομάδα. Αυτό έχει σημασία.
»Το ποδόσφαιρο με προφύλαξε από άλλες κακές συνήθειες. Ούτε καπνίζαμε, ούτε τίποτα. Κάναμε την προπόνησή μας και το βράδυ γαλατάκι και στο κρεβάτι. Τα τηρούσαμε όλα. Έκανα δύο προπονήσεις στο γήπεδο, ένα παιχνίδι και δύο προπονήσεις στο γυμναστήριο, στο Μαυροσκούφειο. Η πιο ευχάριστη ανάμνηση από τα χρόνια του ποδοσφαίρου – μετά τις νίκες– ήταν η δημοφιλία. Πήγαινα στις τράπεζες και με έβαζαν να καθίσω. «Τι θέλετε κύριε Βασίλη;» με ρωτούσαν. Μου έκαναν όλες τις δουλειές. Ήταν ωραία. Και είχαμε και πέραση στις γυναίκες…».