Χωρίς εκπλήξεις, τουλάχιστον δημοσίως, έγινε το πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης μετά τον ανασχηματισμό, με τους νέους υπουργούς να συγκεντρώνουν τα φλας της δημοσιότητας και τον πρωθυπουργό να μιλάει για τους «αριστερούς, οικολόγους, κεντροαριστερούς αλλά και κεντροδεξιούς» υπουργούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε λόγο για τις νέες προκλήσεις στη μεταμνημονιακή εποχή και τις δυνατότητες παροχών στους πολίτες που έχουν δοκιμαστεί τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα έστειλε μήνυμα στους υπουργούς προειδοποιώντας πως όσοι «έχουν κλειστές πόρτες, αλαζονικές συμπεριφορές, αίσθηση αυτάρκειας, άρνηση συντονισμού, προσωπικές στρατηγικές, δεν έχουν θέση στη δική μας κυβέρνηση».
Ο πρωθυπουργός είπε πως βασικός στόχος είναι η στήριξη αυτών ακριβώς των κοινωνικών δυνάμεων που σήκωσαν δυσανάλογα τα βάρη της κρίσης. «Πρώτα και κύρια με την ανάκτηση της εργασίας με αξιοπρεπείς αμοιβές και συνθήκες», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός. Η στήριξη της μισθωτής εργασίας, η βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, πρόσθεσε, δεν είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης της οικονομίας αλλά –αντιθέτως με ότι πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι– είναι προϋπόθεση ανάπτυξης. Τονώνει και ενισχύει την ανάπτυξη. «Για αυτόν ακριβώς το λόγο θέτουμε σε πρώτη προτεραιότητα τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την αύξηση του κατώτατου μισθού», πρόσθεσε.
Και τι λένε οι Βρυξέλλες για όλα αυτά;
Τα όσα ακούσαμε και είδαμε, σχολίασε με νόημα ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης. Κληθείς να σχολιάσει τη δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, ότι με την ολοκλήρωση του κύκλου των μνημονίων κλείνει και ο κύκλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, ο αξιωματούχος της Ευρωζώνης αρκέστηκε να υπενθυμίσει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ.
Σχολίασε, δε, ότι ενδεχομένως στην παρούσα φάση να μην χρειάζονται περικοπές, αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα γίνει αν αλλάξει ο οικονομικός κύκλος.
Σε ό,τι αφορά την πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τόνισε πως «Το βασικό ζήτημα παραμένει: Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη σε ό,τι έχουμε συμφωνήσει και να μην πάει πίσω τις μεταρρυθμίσεις». Καταλήγοντας, ο αξιωματούχος των Βρυξελλών επισήμανε ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον σε πρόγραμμα, «στηρίζεται στα πόδια της» και «πλέον αποφασίζει μόνη της», παρατηρώντας, όμως, ότι υπάρχει και η «μεταμνημονιακή εποπτεία».