Μέρες γιορτινές, κρύο με ψιλόβροχο, και τα παιδιά στον προσφυγικό συνοικισμό κάθονται δίπλα στο μαγκάλι με τη γιαγιά να τους ιστορεί για την αλησμόνητη πατρίδα, τα Αλάτσατα της Ερυθραίας.
Πες μας για τα Χριστούγεννα καλέ γιαγιά, της ζητούσαν επίμονα τα εγγόνια της, για να αρχίσει πάλι να ιστορεί τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας.
Η γιαγιά τράβηξε πίσω τη μαύρη μαντίλα της – χρόνια τώρα χήρα, σκέπαζε το κεφάλι και το πρόσωπό της, μαυροφορεμένο όλο το κορμί, μόνο τα μαλλιά της άσπριζαν με λίγο γκρίζο σαν συννεφάκια σε χειμωνιάτικο ουρανό, ένα ατέλειωτο πένθος για τον χαμένο της άντρα στο διωγμό του ’22. Σε μια στιγμή πετάχτηκε σαν από λήθαργο, ανασήκωσε τους πεσμένους ώμους της, όρθωσε το κορμί της και άρχιζε να λέει, να λέει, για όλα αυτά που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει.
– Αχ, παιδάκια μου, τι να πρωτοθυμηθώ. Φύγαμε και χάσαμε όλα τα καλά μας. Τέτοια πίκρα! Σαν μας βάλουνε στο χώμα, θα πικρίσει κι αυτό! Ας είναι! Γιορτινές μέρες έρχονται, να χαρεί λίγο η ψυχή μας!
Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και συνέχισε. Δεν ήθελε να πικράνει τις καρδιές των παιδιών.
– Τούτες τις μέρες, τις γιορτινές, στην πατρίδα όλοι είχανε μεγάλη χαρά. Όλες οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα σπίτια για να δεχτούν τους συγγενείς και τους φίλους. Άσπριζαν και καθάριζαν τις αυλές κι ολόκληρη τη γειτονιά. Σφουγγάριζαν το σπίτι μέσα-έξω, τις κάμαρες και τα μπαλκόνια, όλα να λάμπουν από πάστρα. Γυαλίζανε με στάχτη τα μπακίρια, στρώνανε τα καλά κιλίμια σε όλο το σπίτι, σκέπαζαν με τα φρεσκοπλυμένα καναπελίκια τους καναπέδες και κρέμαγαν τους μπερντέδες στην κουζίνα. Πλένανε και ανεβάζανε στα παράθυρα τις κουρτίνες με τα πλακωτά κεντήματα και στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με κεντητά τραπεζομάντιλα.
– Χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν στολίζατε γιαγιά; ρώτησε η μικρή της εγγονή που είχε και το όνομά της, Κυριακή την λέγανε, Κούλα την φωνάζανε.
– Όχι καλή μου. Χριστουγεννιάτικα δέντρα ήμαστε εμείς οι άνθρωποι. Εμείς τότες στολίζαμε την ψυχή μας και το σπίτι μας για τούτες τις Άγιες Μέρες. Οι νοικοκυρές καθάριζαν τις λάμπες του πετρόλαδου και τους έβαζαν καινούργια φιτίλια, έπλεναν τα καντήλια και τα γέμιζαν με καθαρό λάδι, ίσιωναν τα φιτιλάκια τους και ετοίμαζαν το θυμιατό με λιβάνι που θα το έκαιγαν με καρβουνάκια από τη φωτιά της κουζίνας για το εσπερινό θυμίαμα. Έβγαζαν τις εικόνες από το εικονοστάσι και τις ξεσκόνιζαν, άλλαζαν τα σεμεδάκια στο ράφι και τις περνούσαν με λίγο λάδι για να ζωντανέψει το χρώμα τους. Ξεσκόνισαν τα ντουλάπια και τις πιατοθήκες και έπλεναν όλα τα πιάτα και τις γαβάθες της κουζίνας, τα κουτάλια, τα μαχαιροπίρουνα, το μύλο για το πιπέρι, και τα γουδιά. Ετοίμαζαν τις πήλινες λεκάνες για το ζύμωμα, την πινακωτή για τα ψωμιά, τα ματσόξυλα για το φύλλο και τα κόσκινα για το κοσκίνισμα του αλευριού.
Πρώτη δουλειά το πρωί και τελευταία το βράδυ ήταν να γεμίσουν τις στάμνες με φρέσκο καθαρό νερό από το πηγάδι της γειτονιάς.
– Είχατε πολλά πηγάδια γιαγιά, την σταμάτησε με απορία ο εγγονός της.
– Και πηγάδια είχαμε, και στέρνες που μαζεύαμε το νερό από τη βροχή το χειμώνα. Το πιο καθαρό νερό ήτανε στο πηγάδι της Αϊσέ Καντίν, από εκεί έπαιρνε όλο το χωριό μας. Όταν τελειώνανε με τη λάτρα του σπιτιού οι νοικοκυρές, έπρεπε να ετοιμάσουνε τα μπαχάρια για το χριστουγεννιάτικο φαγητό και τα γλυκά! Τρίβαν το πιπέρι, την κανέλλα, τη χιώτικη μαστίχα, το μοσκοκάρυδο, και ετοίμαζαν τα μοσκοκάρφια για το χριστόψωμο. Έσπαγαν καρύδια και τα κοπάνιζαν στο γουδί, καβούρντιζαν αμύγδαλα και σουσάμι. Πλημύριζαν τότες τα σπίτια και οι γειτονιές από λογιώ-λογιώ μυρωδιές. Οι φούρνοι και οι κουζίνες έκαιγαν ολημερίς κι έψηναν όλα τα πρεπούμενα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Και τι δεν είχε εκείνο το τραπέζι τούτες τις άγιες μέρες! Χριστόψωμα με το μεγάλο Χ, από τη λέξη Χριστός, ή την πατημένη ξύλινη σφραγίδα του Δικέφαλου Αετού ή ένα σταυρό φτιαγμένο από ζυμάρι.
Είχε σπιτικά γλυκά, καρμπούρια, δίπλες, κουραμπιέδες, τσουρέκια, φοινίκια, μαμούλια, σπιτικά γλειφιτζούρια, μπακλαβάδες, λουκουμάδες, σπιτικά στραγάλια, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, ξεραμένα σύκα, και στις φρουτιέρες πορτοκάλια και μανταρίνια από τη Χίο. Δεν έλειπαν τα ποτήρια και οι καράφες για τη ρακή, το ούζο και το κρασί, το βάζο με το γλυκό του κουταλιού και σπιτικό λικέρ από βύσσινο ή μούρα. Μπερκέτια, σας λέω!
– Και τα παιδιά, καλέ γιαγιά, κάνανε δουλειές; Την ρώτησαν με αφέλεια τα εγγόνια της, τα τζιβαέρια της, τρελαμένα με όλα αυτά τα γλυκά που είχαν ακούσει.
– Αμέ! Και δουλειές κάνανε και βοηθούσανε να ετοιμαστούν τα σπίτια. Όμως είχαν και τα δικά τους. Να πάνε στα κάλαντα, να μαζέψουν τα «χριστουγεννιάτικά» τους και να πάνε τα πεσκέσια στους δασκάλους και τις δασκάλες του σχολείου τους, στους νονούς, στους θλιμμένους συγγενείς που είχαν πένθος, στους γνωστούς, στις γιαγιάδες και στους παππούδες τους. Πρώτη τους δουλειά την παραμονή των Χριστουγέννων το πρωί, μετά την εκκλησία και τη Θεία Κοινωνία, ήταν να πάνε το πεσκέσι στο σχολείο τους. Τσουρέκια, κρασί, φοινίκια και σπιτικά γλυκά για τον δάσκαλο ή τη δασκάλα. Μετά μαζεύονταν μικρές παρέες και με το τουμπελέκι γύριζαν τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη για τα κάλαντα. Κρατούσαν και μια εκκλησιά φτιαγμένη από χαρτόνι, με γυαλί στα τζάμια και κεράκια που την φώτιζαν μέσα-έξω. Μάζευαν τις δεκάρες και τα γλυκά που τα κερνούσαν, τους έδιναν και σύκα ξερά, πορτοκάλια, καρύδια και αμύγδαλα. Όλα τα παιδάκια τούτες τις μέρες κρέμαγαν ένα μικρό κόκκινο πουγκί στο λαιμό τους και εκεί μάζευαν τα «χριστουγεννιάτικά» τους. Γύριζαν τα σπίτια των συγγενών τους, των παππούδων, των γιαγιάδων, των θείων τους για να ευχηθούν και να πάρουν τους χριστουγεννιάτικους παράδες τους. Και όλες τις άλλες γιορτινές μέρες τους ξόδευαν να αγοράζουν παστέλια και λουκούμια. Το μεσημέρι που γύριζαν σπίτι τα περίμενε μια όρνιθα βραστή με μπόλικο αυγολέμονο.
– Πες μας τα κάλαντα, καλέ γιαγιά! Ζητούσαν επίμονα τα παιδάκια.
– Τι να σα πω τζιβαέρια μου, σάμπως τα θυμάμαι και καθόλου!
Δεν μπορούσε όμως και να τους χαλάσει χατίρι. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοντοστάθηκε λίγο για να σκεφτεί, και μετά, με γλυκιά, απαλή φωνή νεράιδας σε παραμύθι που δεν έχει τελειώσει ακόμα, άρχισε να σιγοτραγουδά:
Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού την Θεία Γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίση όλη.
– Μπράβο, μπράβο. Ζήτω, ζήτω της γιαγιάς μας, ξέσπασαν με χαρούμενες φωνές τα παιδιά χοροπηδώντας γύρω από το μαγκάλι.
Η γιαγιά κατέβασε ευθύς τη μαντίλα της και με σκυμμένο το κεφάλι χαμογελούσε δακρυσμένη. Τι ήταν αυτό το δάκρυ; Από χαρά ήταν ή από λύπη, δεν το μάθαμε ποτέ.
Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης
Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Αλατσατιανών Ν. Ηρακλείου